Anonymous

ἐμπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπάζομαι:''' (только praes. и impf.) обращать внимание: ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Hom. слушай внимательно мои слова; οὐκ ἐ. θεοπροπίης Hom. не придавать никакого значения прорицанию.
}}
}}