Anonymous

ἐνδιδύσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδιδύσκω]] (AM)<br />[[ντύνω]] κάποιον με [[κάτι]] («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο»).
|mltxt=[[ἐνδιδύσκω]] (AM)<br />[[ντύνω]] κάποιον με [[κάτι]] («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῐδύσκω:''' φορώ σε κάποιον [[κάτι]], <i>τινά τι</i>, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.
}}
}}