Anonymous

σεβίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σέβας]]<br /><b>1.</b> [[λατρεύω]], [[τιμώ]] («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ' ἕξεις εὐαμερίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. ή γεν. της αιτίας) [[θαυμάζω]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη [[σεβίζω]]» — αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με θάνατο ή θρήνο) [[μετέχω]] σε εκδηλώσεις απότισης φόρους [[τιμής]] («λαοπαθῆ τε σέβων ἀλίτυπά τε βάρη», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=Α [[σέβας]]<br /><b>1.</b> [[λατρεύω]], [[τιμώ]] («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ' ἕξεις εὐαμερίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. ή γεν. της αιτίας) [[θαυμάζω]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη [[σεβίζω]]» — αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με θάνατο ή θρήνο) [[μετέχω]] σε εκδηλώσεις απότισης φόρους [[τιμής]] («λαοπαθῆ τε σέβων ἀλίτυπά τε βάρη», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σεβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>σεβιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσέβισα</i>· όπως το [[σεβάζομαι]], [[λατρεύω]], [[τιμώ]], [[αποδίδω]] σεβασμό, Λατ. [[revereor]], σε Πίνδ., Τραγ.· καινὰ λέχη [[σεβίζω]], αφοσιώνομαι σε μια καινούρια σύζυγο, σε Ευρ.· επίσης στη Μέσ., οὐδὲν σεβίζει [[ἀράς]], δεν φοβάται (ή δεν σέβεται) [[καθόλου]] τις κατάρες, σε Αισχύλ.· μτχ. Παθ. αορ. αʹ, <i>ἁγὼ σεβισθείς</i>, σε Σοφ.
}}
}}