Anonymous

σεβίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>σεβιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσέβισα</i>· όπως το [[σεβάζομαι]], [[λατρεύω]], [[τιμώ]], [[αποδίδω]] σεβασμό, Λατ. [[revereor]], σε Πίνδ., Τραγ.· καινὰ λέχη [[σεβίζω]], αφοσιώνομαι σε μια καινούρια σύζυγο, σε Ευρ.· επίσης στη Μέσ., οὐδὲν σεβίζει [[ἀράς]], δεν φοβάται (ή δεν σέβεται) [[καθόλου]] τις κατάρες, σε Αισχύλ.· μτχ. Παθ. αορ. αʹ, <i>ἁγὼ σεβισθείς</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''σεβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>σεβιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσέβισα</i>· όπως το [[σεβάζομαι]], [[λατρεύω]], [[τιμώ]], [[αποδίδω]] σεβασμό, Λατ. [[revereor]], σε Πίνδ., Τραγ.· καινὰ λέχη [[σεβίζω]], αφοσιώνομαι σε μια καινούρια σύζυγο, σε Ευρ.· επίσης στη Μέσ., οὐδὲν σεβίζει [[ἀράς]], δεν φοβάται (ή δεν σέβεται) [[καθόλου]] τις κατάρες, σε Αισχύλ.· μτχ. Παθ. αορ. αʹ, <i>ἁγὼ σεβισθείς</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σεβίζω:''' реже med.<br /><b class="num">1)</b> почитать, чтить (τινὰ τιμαῖς Soph.; med. δαίμονας Aesch.): σ. τινά τινος Eur. преклоняться перед кем-л. за что-л.; τὴν εὐσεβίαν σ. Soph. выполнять долг благочестия;<br /><b class="num">2)</b> с благоговейным страхом поминать (λαοπαθέα βάρη Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> med. страшиться (σεβίζεσθαι γενεθλίους [[ἀράς]] Aesch.).
}}
}}