Anonymous

καθικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. καθῖκόμην: [[reach]], [[touch]], Od. 1.342, Il. 14.104.
|auten=aor. καθῖκόμην: [[reach]], [[touch]], Od. 1.342, Il. 14.104.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
}}
}}