Anonymous

καθικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθικνέομαι:''' (fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)<br /><b class="num">1)</b> болезненно касаться, больно задевать, затрагивать, поражать (τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; [[ἐξεπιπολῆς]] κ. τινος Luc.): [[πένθος]] [[ἄλαστον]] καθίκετό με Hom. страшное горе посетило меня;<br /><b class="num">2)</b> поражать, наносить удар, ударять ([[κάρα]] τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.);<br /><b class="num">3)</b> бить, наказывать ([[διδάσκαλος]] παίδων ἑνὸς καθικόμενος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> доходить, достигать, добиваться (τῆς ἀρχῆς Polyb.).
}}
}}