3,270,811
edits
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> μνησικακήσω, <i>ao.</i> ἐμνησικάκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> conserver du ressentiment, garder rancune : τινί, [[πρός]] τινα à qqn, en vouloir à qqn ; τινός, [[περί]] τινος pour qch ; τινί τινος <i>ou</i> τινί [[τι]] en vouloir à qqn pour qch;<br /><b>2</b> exercer des représailles <i>en parl. des querelles politiques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μνησίκακος]]. | |btext=<i>f.</i> μνησικακήσω, <i>ao.</i> ἐμνησικάκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> conserver du ressentiment, garder rancune : τινί, [[πρός]] τινα à qqn, en vouloir à qqn ; τινός, [[περί]] τινος pour qch ; τινί τινος <i>ou</i> τινί [[τι]] en vouloir à qqn pour qch;<br /><b>2</b> exercer des représailles <i>en parl. des querelles politiques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μνησίκακος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μνησῐκᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυμάμαι]] τις αδικίες ή το [[κακό]] που μου έκανε [[κάποιος]], [[θυμάμαι]] περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· <i>οὐ μνησικακῶ</i>, δεν [[κρατώ]] [[κακία]], [[προσφέρω]] [[αμνηστία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., <i>μνησικακῶ τινί τινος</i>, [[τρέφω]] [[μνησικακία]], [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., <i>τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ</i>, [[υπενθυμίζω]] σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |