Anonymous

μνησικακέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνησῐκᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυμάμαι]] τις αδικίες ή το [[κακό]] που μου έκανε [[κάποιος]], [[θυμάμαι]] περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· <i>οὐ μνησικακῶ</i>, δεν [[κρατώ]] [[κακία]], [[προσφέρω]] [[αμνηστία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., <i>μνησικακῶ τινί τινος</i>, [[τρέφω]] [[μνησικακία]], [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., <i>τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ</i>, [[υπενθυμίζω]] σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μνησῐκᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυμάμαι]] τις αδικίες ή το [[κακό]] που μου έκανε [[κάποιος]], [[θυμάμαι]] περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· <i>οὐ μνησικακῶ</i>, δεν [[κρατώ]] [[κακία]], [[προσφέρω]] [[αμνηστία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., <i>μνησικακῶ τινί τινος</i>, [[τρέφω]] [[μνησικακία]], [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., <i>τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ</i>, [[υπενθυμίζω]] σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνησῐκᾰκέω:''' быть злопамятным, не прощать зла, быть мстительным, питать злобу (τινι Thuc. и πρός τινα Dem.; μ. περί τινος Isocr.): μὴ μ. τινι μηδενὸς τῶν παροιχομένων Xen. не мстить ни за одно из прошлых дел; μ. τὴν ἡλικίαν Arph. попрекать старостью.
}}
}}