3,277,048
edits
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταστρέφω]])<br />[[φθείρω]], [[αφανίζω]], [[εξολοθρεύω]], [[επιφέρω]] παντελή [[φθορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]] ηθικά, [[διαφθείρω]], [[χαλώ]]<br /><b>2.</b> [[διακορεύω]] παρθένο<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταστρέφομαι</i><br />[[χάνω]] την [[περιουσία]] μου, [[χρεωκοπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το άνω [[μέρος]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>2.</b> [[οργώνω]] τη γη, [[φέρνω]] τα [[πάνω]] χώματα [[κάτω]] και αντίθετα<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]], [[καταρρίπτω]]<br /><b>4.</b> [[αποβλέπω]] σε κάποιον, [[ενδιαφέρομαι]] για κάποιον<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) κατευθύνομαι<br /><b>6.</b> [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]]<br /><b>7.</b> [[κατευθύνω]], [[διευθύνω]] περιστρέφοντας [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (σχετικά με λόγο) [[κατευθύνω]] [[προς]] κάποιο σκοπό, [[προς]] κάποιο [[συμπέρασμα]]<br /><b>9.</b> [[τερματίζω]], [[τελειώνω]], [[λήγω]]<br /><b>10.</b> [[συστρέφω]] ή [[εντείνω]] ισχυρά («αἱ κατεστραμμέναι χορδαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> α) [[υποτάσσω]] με τη βία κάποιον («Νάξον... κατεστρέψατο πολέμῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[οδηγώ]], [[περιάγω]] κάποιον<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> <i>καταστρέφομαι</i><br />α) υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι<br />β) [[είμαι]] αναγκασμένος, υποδουλωμένος<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καταστρέφω]] τὸν βίον» — [[πεθαίνω]]<br />β) «εἰς ὥραν δεκάτην ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης» — ενώ ήδη η [[ημέρα]] έκλινε, πλησίαζε [[προς]] τη [[δεκάτη]] ώρα<br />γ) «[[λέξις]] κατεστραμμένη» — [[λόγος]] που αποτελείται από περιόδους. | |mltxt=(AM [[καταστρέφω]])<br />[[φθείρω]], [[αφανίζω]], [[εξολοθρεύω]], [[επιφέρω]] παντελή [[φθορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]] ηθικά, [[διαφθείρω]], [[χαλώ]]<br /><b>2.</b> [[διακορεύω]] παρθένο<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταστρέφομαι</i><br />[[χάνω]] την [[περιουσία]] μου, [[χρεωκοπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το άνω [[μέρος]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>2.</b> [[οργώνω]] τη γη, [[φέρνω]] τα [[πάνω]] χώματα [[κάτω]] και αντίθετα<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]], [[καταρρίπτω]]<br /><b>4.</b> [[αποβλέπω]] σε κάποιον, [[ενδιαφέρομαι]] για κάποιον<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) κατευθύνομαι<br /><b>6.</b> [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]]<br /><b>7.</b> [[κατευθύνω]], [[διευθύνω]] περιστρέφοντας [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (σχετικά με λόγο) [[κατευθύνω]] [[προς]] κάποιο σκοπό, [[προς]] κάποιο [[συμπέρασμα]]<br /><b>9.</b> [[τερματίζω]], [[τελειώνω]], [[λήγω]]<br /><b>10.</b> [[συστρέφω]] ή [[εντείνω]] ισχυρά («αἱ κατεστραμμέναι χορδαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> α) [[υποτάσσω]] με τη βία κάποιον («Νάξον... κατεστρέψατο πολέμῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[οδηγώ]], [[περιάγω]] κάποιον<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> <i>καταστρέφομαι</i><br />α) υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι<br />β) [[είμαι]] αναγκασμένος, υποδουλωμένος<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καταστρέφω]] τὸν βίον» — [[πεθαίνω]]<br />β) «εἰς ὥραν δεκάτην ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης» — ενώ ήδη η [[ημέρα]] έκλινε, πλησίαζε [[προς]] τη [[δεκάτη]] ώρα<br />γ) «[[λέξις]] κατεστραμμένη» — [[λόγος]] που αποτελείται από περιόδους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]], [[ποδοπατώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[αναγυρίζω]] το [[έδαφος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναταράσσω]], [[ανατρέπω]], [[φθείρω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[υποτάσσω]] τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν</i>, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· <i>ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι</i>, είμαι αναγκασμένος να [[ακούω]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με [[σημασία]] Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[επιστρέφω]], [[επαναφέρω]], <i>κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> [[ολοκληρώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">V.</b> [[συστρέφω]], [[στρίβω]]· μεταφ., [[λέξις]] κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και [[ρέον]] ύφος (<i>εἰρομένη</i>), σε Αριστ. | |||
}} | }} |