Anonymous

καταστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]], [[ποδοπατώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[αναγυρίζω]] το [[έδαφος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναταράσσω]], [[ανατρέπω]], [[φθείρω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[υποτάσσω]] τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν</i>, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· <i>ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι</i>, είμαι αναγκασμένος να [[ακούω]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με [[σημασία]] Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[επιστρέφω]], [[επαναφέρω]], <i>κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> [[ολοκληρώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">V.</b> [[συστρέφω]], [[στρίβω]]· μεταφ., [[λέξις]] κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και [[ρέον]] ύφος (<i>εἰρομένη</i>), σε Αριστ.
|lsmtext='''καταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]], [[ποδοπατώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[αναγυρίζω]] το [[έδαφος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναταράσσω]], [[ανατρέπω]], [[φθείρω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[υποτάσσω]] τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν</i>, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· <i>ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι</i>, είμαι αναγκασμένος να [[ακούω]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με [[σημασία]] Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[επιστρέφω]], [[επαναφέρω]], <i>κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> [[ολοκληρώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">V.</b> [[συστρέφω]], [[στρίβω]]· μεταφ., [[λέξις]] κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και [[ρέον]] ύφος (<i>εἰρομένη</i>), σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστρέφω:''' <b class="num">1)</b> загибать вниз (κέρατα κατεστραμμένα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> переворачивать вниз, опрокидывать, валить (τὰς εἰκόνας Diog. L.; τὰς τραπέζας καὶ τὰς καθέδρας NT; [[ὄστρακον]] κατεστραμμένον Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. [[εἴσω]] Plut.) поворачивать внутрь (βώλους, ἃς ἀνίστησι τὸ [[ἄροτρον]] Plut.): τὸ [[σπέρμα]] κ. Xen. заделывать (в землю) семя;<br /><b class="num">4)</b> накручивать, натягивать (χορδαὶ κατεστραμμέναι Arst.);<br /><b class="num">5)</b> закруглять (ἡ [[λέξις]] κατεστραμμένη ἡ ἐν περιόδοις, sc. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">6)</b> ставить вверх дном (τὴν πόλιν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> развертывать до конца, т. е. кончать (λόγους, [[τήν]] βίβλον ἐπί τινος Polyb.; τὸν βίον Plut. и τοῦ [[ζῆν]] Diog. L.): [[ποῖ]] καταστρέφεις λόγων τελευτήν; Aesch. к чему ты клонишь свою речь?; καταστρέψαι τοὺς λόγους εἴς τι Aeschin. закончить свою речь чем-л.;<br /><b class="num">8)</b> подходить к концу, кончаться (τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος Plut.);<br /><b class="num">9)</b> заканчиваться (чем-л.), переходить (εἰς [[ταὐτόν]] Arst.; εἰς γάμον Plut.);<br /><b class="num">10)</b> кончать свою жизнь, погибать (ὑπὸ τῶν πολεμίων Plut.);<br /><b class="num">11)</b> преимущ. med. подчинять, покорять (τὴν [[ἄλλην]] Μακεδονίην Her.; τὰς νήσους Thuc.; τὴν Ἰουδαίαν Plut.): ὡς οἱ Λυδοὶ [[τάχιστα]] [[κατεστράφατο]] ὑπὸ Περσέων Her. как только лидийцы были покорены персами;<br /><b class="num">12)</b> заставлять, принуждать: ἀκούειν [[σου]] κατέστραμμαι [[τάδε]] Aesch. я вынужден повиноваться тебе в этом.
}}
}}