Anonymous

διικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(Autenrieth)
(4)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=fut. διίξομαι, aor. 2 [[sing]]. διίκεο: go [[through]], in [[narration]], Il. 9.61 and Il. 19.186.
|auten=fut. διίξομαι, aor. 2 [[sing]]. διίκεο: go [[through]], in [[narration]], Il. 9.61 and Il. 19.186.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ικόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[διαπερνώ]], [[διεισδύω]], [[εισχωρώ]], [[διέρχομαι]], σε Πλούτ.· [[φθάνω]], λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στον προφορικό λόγο, [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}