3,273,405
edits
(4) |
(1a) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ικόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[διαπερνώ]], [[διεισδύω]], [[εισχωρώ]], [[διέρχομαι]], σε Πλούτ.· [[φθάνω]], λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στον προφορικό λόγο, [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''διικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ικόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[διαπερνώ]], [[διεισδύω]], [[εισχωρώ]], [[διέρχομαι]], σε Πλούτ.· [[φθάνω]], λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στον προφορικό λόγο, [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ίξομαι aor2 -ικόμην<br /><b class="num">1.</b> Dep. to go [[through]], [[penetrate]], Plut.:— to [[reach]], with missiles, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in [[speaking]], to go [[through]], [[recount]], Il. | |||
}} | }} |