Anonymous

σπουδή: Difference between revisions

From LSJ
2,173 bytes added ,  30 December 2018
6
(38)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπούδα]] καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α<br /><b>1.</b> [[βιασύνη]], [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]] (α. «επέδειξε ασυγχώρητη [[σπουδή]] στις ενέργειές του» β. «τοῑς [[μήτε]] σχολὴν [[μήτε]] σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[ζέση]] (α. «ὧς ἄρ' [[ἄτερ]] σπουδής τάνυσεν μέγα [[τόξον]] [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[τύχη]]... σπουδῆς οὐκ [[ἀξία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εν σπουδῃ» και «[[μετά]] σπουδής»<br />(λόγ. τ.) α) [[γρήγορα]], εσπευσμένα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή, [[συστηματική]] [[ενασχόληση]] και [[μελέτη]] για [[εκμάθηση]] και [[άσκηση]] επιστήμης ή τέχνης (α. «η [[σπουδή]] της νομικής επιστήμης» β. «η [[σπουδή]] της αρχαιολογίας»)<br /><b>2.</b> [[σχέδιο]], ζωγραφικό [[έργο]] ή [[πρόπλασμα]] φιλοτεχνημένα εκ του φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με [[αμεσότητα]] η ζωντανή [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη [[βελτίωση]] της τεχνικής του εκτελεστή<br /><b>4.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι σπουδές</i><br />[[μαθητεία]], [[φοίτηση]], [[παρακολούθηση]] μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κλασικές σπουδές» — η [[μελέτη]] τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[θρησκευτικός]] [[ζήλος]] (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ<br />β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> φιλικό [[ενδιαφέρον]], [[εξυπηρέτηση]] («[[χάρις]] δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν [[ὑπὲρ]] ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή [[απασχόληση]], [[αντικείμενο]] προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]] για κάποιον («[[πάνυ]] πολλῆς σπουδῆς [[ἄξιος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοβαρότητα]] («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπουδαί</i><br />φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες<br /><b>5.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>σπουδῇ</i><br />α) [[γρήγορα]], βιαστικά<br />β) με [[φροντίδα]], προσεχτικά<br />γ) με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br />δ) εκ προμελέτης, [[επίτηδες]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»<br />i) [[σπεύδω]], βιάζομαι<br />ii) [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) «σπουδήν ποιοῡμαι» ή «σπουδὴν [[τίθημι]]» — [[δείχνω]] [[προθυμία]] ή [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]]<br />γ) «γίνεται [[σπουδή]] [[περί]] τι» — επιδεικνύεται [[ζήλος]] για [[κάτι]]<br />δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί<br />ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «[[κατά]] σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»<br />i) βιαστικά<br />ii) με [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σπουδ</i>- του [[σπεύδω]] (για την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σπεύδω]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπούδα]] καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α<br /><b>1.</b> [[βιασύνη]], [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]] (α. «επέδειξε ασυγχώρητη [[σπουδή]] στις ενέργειές του» β. «τοῑς [[μήτε]] σχολὴν [[μήτε]] σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[ζέση]] (α. «ὧς ἄρ' [[ἄτερ]] σπουδής τάνυσεν μέγα [[τόξον]] [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[τύχη]]... σπουδῆς οὐκ [[ἀξία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εν σπουδῃ» και «[[μετά]] σπουδής»<br />(λόγ. τ.) α) [[γρήγορα]], εσπευσμένα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή, [[συστηματική]] [[ενασχόληση]] και [[μελέτη]] για [[εκμάθηση]] και [[άσκηση]] επιστήμης ή τέχνης (α. «η [[σπουδή]] της νομικής επιστήμης» β. «η [[σπουδή]] της αρχαιολογίας»)<br /><b>2.</b> [[σχέδιο]], ζωγραφικό [[έργο]] ή [[πρόπλασμα]] φιλοτεχνημένα εκ του φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με [[αμεσότητα]] η ζωντανή [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη [[βελτίωση]] της τεχνικής του εκτελεστή<br /><b>4.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι σπουδές</i><br />[[μαθητεία]], [[φοίτηση]], [[παρακολούθηση]] μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κλασικές σπουδές» — η [[μελέτη]] τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[θρησκευτικός]] [[ζήλος]] (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ<br />β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> φιλικό [[ενδιαφέρον]], [[εξυπηρέτηση]] («[[χάρις]] δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν [[ὑπὲρ]] ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή [[απασχόληση]], [[αντικείμενο]] προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]] για κάποιον («[[πάνυ]] πολλῆς σπουδῆς [[ἄξιος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοβαρότητα]] («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπουδαί</i><br />φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες<br /><b>5.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>σπουδῇ</i><br />α) [[γρήγορα]], βιαστικά<br />β) με [[φροντίδα]], προσεχτικά<br />γ) με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br />δ) εκ προμελέτης, [[επίτηδες]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»<br />i) [[σπεύδω]], βιάζομαι<br />ii) [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) «σπουδήν ποιοῡμαι» ή «σπουδὴν [[τίθημι]]» — [[δείχνω]] [[προθυμία]] ή [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]]<br />γ) «γίνεται [[σπουδή]] [[περί]] τι» — επιδεικνύεται [[ζήλος]] για [[κάτι]]<br />δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί<br />ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «[[κατά]] σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»<br />i) βιαστικά<br />ii) με [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σπουδ</i>- του [[σπεύδω]] (για την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σπεύδω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπουδή:''' ἡ ([[σπεύδω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βιασύνη]] ή [[ταχύτητα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅκως]] σπουδῆς [[ἔχει]] τις, ανάλογα με την [[ταχύτητα]], [[ορμή]] που θα επιδείξει [[κάποιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζήλος]], [[μόχθος]], [[κόπος]], [[προσπάθεια]], [[αδημονία]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>σπουδὴν ποιεῖσθαι</i>, με απαρ., [[μοχθώ]] να κάνω [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>σπουδήν τινος ποιήσασθαι</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλη]] [[προθυμία]] για [[κάτι]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], στον ίδ.· ομοίως, <i>σπουδὴν ἔχειν τινός</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ευρ.· <i>σπουδῇ ὅπλων</i>, με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[μέριμνα]], στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότητα]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αντικείμενο]] της προσοχής, σοβαρή [[ενασχόληση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> δοτ. <i>σπουδῇ</i> ως επίρρ.·<br /><b class="num">1.</b> με [[βιασύνη]], βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και, [[σχεδόν]], [[σπανίως]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με [[προθυμία]], με [[σοβαρότητα]], επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] σπονδῆς, σε Ξεν.
}}
}}