Anonymous

σπουδή: Difference between revisions

From LSJ
2,738 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδή:''' ἡ ([[σπεύδω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βιασύνη]] ή [[ταχύτητα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅκως]] σπουδῆς [[ἔχει]] τις, ανάλογα με την [[ταχύτητα]], [[ορμή]] που θα επιδείξει [[κάποιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζήλος]], [[μόχθος]], [[κόπος]], [[προσπάθεια]], [[αδημονία]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>σπουδὴν ποιεῖσθαι</i>, με απαρ., [[μοχθώ]] να κάνω [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>σπουδήν τινος ποιήσασθαι</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλη]] [[προθυμία]] για [[κάτι]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], στον ίδ.· ομοίως, <i>σπουδὴν ἔχειν τινός</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ευρ.· <i>σπουδῇ ὅπλων</i>, με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[μέριμνα]], στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότητα]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αντικείμενο]] της προσοχής, σοβαρή [[ενασχόληση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> δοτ. <i>σπουδῇ</i> ως επίρρ.·<br /><b class="num">1.</b> με [[βιασύνη]], βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και, [[σχεδόν]], [[σπανίως]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με [[προθυμία]], με [[σοβαρότητα]], επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] σπονδῆς, σε Ξεν.
|lsmtext='''σπουδή:''' ἡ ([[σπεύδω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βιασύνη]] ή [[ταχύτητα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅκως]] σπουδῆς [[ἔχει]] τις, ανάλογα με την [[ταχύτητα]], [[ορμή]] που θα επιδείξει [[κάποιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζήλος]], [[μόχθος]], [[κόπος]], [[προσπάθεια]], [[αδημονία]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>σπουδὴν ποιεῖσθαι</i>, με απαρ., [[μοχθώ]] να κάνω [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>σπουδήν τινος ποιήσασθαι</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλη]] [[προθυμία]] για [[κάτι]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], στον ίδ.· ομοίως, <i>σπουδὴν ἔχειν τινός</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ευρ.· <i>σπουδῇ ὅπλων</i>, με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[μέριμνα]], στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότητα]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αντικείμενο]] της προσοχής, σοβαρή [[ενασχόληση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> δοτ. <i>σπουδῇ</i> ως επίρρ.·<br /><b class="num">1.</b> με [[βιασύνη]], βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και, [[σχεδόν]], [[σπανίως]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με [[προθυμία]], με [[σοβαρότητα]], επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] σπονδῆς, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδή:''' дор. [[σπουδά]], лак. [[σποδά]] (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> поспешность, торопливость: σ. τῆς ὁδοῦ Thuc. ускоренный переход, форсированный марш; σπουδὴν ἔχειν Her. спешить, торопиться; σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. поспешно, торопливо, быстро;<br /><b class="num">2)</b> усердие, рвение, забота, старание, усилие ([[μᾶλλον]] σπουδὴν ποιεῖσθαι Thuc.): σπουδὴν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδὴν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., [[ἕνεκεν]] и [[χάριν]] τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc. прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.; ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut. заботиться о чем-л.; [[ἄτερ]] σπουδῆς Hom. без (всякого) усилия; σπουδῇ Plat. усердно, изо всех сил; σὺν σπουδῇ и [[μετὰ]] σπουδῆς Plat. ревностно, усердно; ἐπὶ [[μεγάλης]] σπουδῆς Plat. с великим рвением;<br /><b class="num">3)</b> стремление, порыв: αἱ ξυμπάντων ἐρώτων σπουδαί Plat. порывы всяческих страстей;<br /><b class="num">4)</b> домогательство, погоня (σπουδαὶ ἐπ᾽ ἀρχάς Plat.): κατὰ σπουδάς Arph. в порядке протекции, благодаря проискам;<br /><b class="num">5)</b> благосклонность, расположение, поддержка: τῇ δυνάμει καὶ σπουδῇ πεποιθώς Plut. уверенный в (своей) силе и в поддержке (друзей);<br /><b class="num">6)</b> серьезность: ἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., [[μετὰ]] σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς [[χάριν]] Plat. серьезно, всерьез; σπουδὴν ποιεῖσθαι Arph. принимать всерьез; σπουδῇ παίζειν Xen. или χαριεντίζεσθαι Plat. шутить с серьезным видом; ἐν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Plat. как в шутку, так и всерьез.
}}
}}