Anonymous

ὀροθύνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀροθύνω]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]], [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]<br /><b>2.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>οροθέω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέθω]] «[[ερεθίζω]]»), [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ύνω</i>. Η [[άποψη]] ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. <i>ορ</i>- <i>του [[ὄρνυμι]] «[[εγείρω]]» και του ρήματος [[θύνω]] «[[ορμώ]]» θεωρείται [[μάλλον]] παρετυμολογική].
|mltxt=[[ὀροθύνω]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]], [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]<br /><b>2.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>οροθέω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέθω]] «[[ερεθίζω]]»), [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ύνω</i>. Η [[άποψη]] ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. <i>ορ</i>- <i>του [[ὄρνυμι]] «[[εγείρω]]» και του ρήματος [[θύνω]] «[[ορμώ]]» θεωρείται [[μάλλον]] παρετυμολογική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀροθύνω:''' ([[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]]), [[κυρίως]] στον Επικ. παρατ. <i>ὀρόθῡνον</i>· αόρ. αʹ <i>ὠρόθυνα</i>, προστ. <i>ὀρόθυνον</i>, [[ανακινώ]], [[διεγείρω]], [[παροτρύνω]], [[εξερεθίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
}}