Anonymous

ὀροθύνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀροθύνω:''' ([[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]]), [[κυρίως]] στον Επικ. παρατ. <i>ὀρόθῡνον</i>· αόρ. αʹ <i>ὠρόθυνα</i>, προστ. <i>ὀρόθυνον</i>, [[ανακινώ]], [[διεγείρω]], [[παροτρύνω]], [[εξερεθίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀροθύνω:''' ([[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]]), [[κυρίως]] στον Επικ. παρατ. <i>ὀρόθῡνον</i>· αόρ. αʹ <i>ὠρόθυνα</i>, προστ. <i>ὀρόθυνον</i>, [[ανακινώ]], [[διεγείρω]], [[παροτρύνω]], [[εξερεθίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀροθύνω:''' (ῡ) (= [[ὄρνυμι]])<br /><b class="num">1)</b> возбуждать (τινά Hom.);<br /><b class="num">2)</b> волновать (πάντας ἐναύλους Hom.);<br /><b class="num">3)</b> поднимать, развязывать (πάσας ἀέλλας Hom.): [[στάσις]] ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Aesch. вспыхнула взаимная распря.
}}
}}