Anonymous

ἔνδον: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἔνδον]])<br /><b>επίρρ.</b> [[μέσα]], εσωτερικά («[[κραδίη]]... [[ἔνδον]] ὑλάκτει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[μέσα]] στο [[σπίτι]] («[[ἔνδον]] κατακρύπτων ἑαυτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέσα]] στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους [[ἔνδον]]»)<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[αντί]] της πρόθ. <i>ἐν</i> («[[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[βιβλίο]]) πιο [[κάτω]], στη [[συνέχεια]] («τῷ τε Ἑρμείᾳ Παιᾱνα ἔγραψεν, ὅς [[ἔνδον]] γέγραπται»)<br /><b>5.</b> (με ρήμ. κινήσεως) [[προς]] τα [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιρρηματικός τ. που αντιστοιχεί ακριβώς στο χεττ. <i>andan</i>, παράλληλο τ. του <i>anda</i>, που συνδέεται με το λατ. <i>endo</i>, <i>indu</i>-. To [[πρόβλημα]] αν η λ. [[είναι]] σύνθετη με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και β' συνθετικό [[λεξικό]] [[στοιχείο]] που δήλωνε το «[[σπίτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δεσ</i>-[[πότης]], [[δάπεδον]], <i>δό</i>-<i>μος</i>), [[οπότε]] το [[ένδον]] θα σήμαινε «[[μέσα]] στο [[σπίτι]]», δεν έχει επιλυθεί, εφόσον [[ούτε]] η αρχική [[σημασία]] «στο εσωτερικό» [[αλλά]] [[ούτε]] και η μορφολογική [[δομή]] του τ. μαρτυρούν κάποια [[σχέση]] με [[λέξη]] συνδεόμενη [[προς]] τη [[σημασία]] «[[σπίτι]]»].
|mltxt=(AM [[ἔνδον]])<br /><b>επίρρ.</b> [[μέσα]], εσωτερικά («[[κραδίη]]... [[ἔνδον]] ὑλάκτει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[μέσα]] στο [[σπίτι]] («[[ἔνδον]] κατακρύπτων ἑαυτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέσα]] στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους [[ἔνδον]]»)<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[αντί]] της πρόθ. <i>ἐν</i> («[[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[βιβλίο]]) πιο [[κάτω]], στη [[συνέχεια]] («τῷ τε Ἑρμείᾳ Παιᾱνα ἔγραψεν, ὅς [[ἔνδον]] γέγραπται»)<br /><b>5.</b> (με ρήμ. κινήσεως) [[προς]] τα [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιρρηματικός τ. που αντιστοιχεί ακριβώς στο χεττ. <i>andan</i>, παράλληλο τ. του <i>anda</i>, που συνδέεται με το λατ. <i>endo</i>, <i>indu</i>-. To [[πρόβλημα]] αν η λ. [[είναι]] σύνθετη με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και β' συνθετικό [[λεξικό]] [[στοιχείο]] που δήλωνε το «[[σπίτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δεσ</i>-[[πότης]], [[δάπεδον]], <i>δό</i>-<i>μος</i>), [[οπότε]] το [[ένδον]] θα σήμαινε «[[μέσα]] στο [[σπίτι]]», δεν έχει επιλυθεί, εφόσον [[ούτε]] η αρχική [[σημασία]] «στο εσωτερικό» [[αλλά]] [[ούτε]] και η μορφολογική [[δομή]] του τ. μαρτυρούν κάποια [[σχέση]] με [[λέξη]] συνδεόμενη [[προς]] τη [[σημασία]] «[[σπίτι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδον:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. (<i>ἐν</i>), [[εντός]], μέσα, κατ' οίκον, εσωτερικά, στο [[σπίτι]], στην [[πατρίδα]], Λατ. [[intus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τἄνδον</i> ως επίρρ., ενδόμυχα, εσώψυχα, σε Ευρ.· οἱ [[ἔνδον]], εκείνοι που βρίσκονται μέσα στην [[οικία]], η [[οικογένεια]], οι οικιακοί βοηθοί, σε Σοφ.· τὰ [[ἔνδον]], οικογενειακές υποθέσεις, εσωτερικές υποθέσεις του σπιτιού, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., Διὸς [[ἔνδον]], στον οίκο του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ.· σκηνῆς [[ἔνδον]], σε Σοφ.· φρενῶν [[ἔνδον]], μέσα στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Ευρ.
}}
}}