Anonymous

ἔνδον: Difference between revisions

From LSJ
1,399 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδον:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. (<i>ἐν</i>), [[εντός]], μέσα, κατ' οίκον, εσωτερικά, στο [[σπίτι]], στην [[πατρίδα]], Λατ. [[intus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τἄνδον</i> ως επίρρ., ενδόμυχα, εσώψυχα, σε Ευρ.· οἱ [[ἔνδον]], εκείνοι που βρίσκονται μέσα στην [[οικία]], η [[οικογένεια]], οι οικιακοί βοηθοί, σε Σοφ.· τὰ [[ἔνδον]], οικογενειακές υποθέσεις, εσωτερικές υποθέσεις του σπιτιού, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., Διὸς [[ἔνδον]], στον οίκο του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ.· σκηνῆς [[ἔνδον]], σε Σοφ.· φρενῶν [[ἔνδον]], μέσα στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔνδον:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. (<i>ἐν</i>), [[εντός]], μέσα, κατ' οίκον, εσωτερικά, στο [[σπίτι]], στην [[πατρίδα]], Λατ. [[intus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τἄνδον</i> ως επίρρ., ενδόμυχα, εσώψυχα, σε Ευρ.· οἱ [[ἔνδον]], εκείνοι που βρίσκονται μέσα στην [[οικία]], η [[οικογένεια]], οι οικιακοί βοηθοί, σε Σοφ.· τὰ [[ἔνδον]], οικογενειακές υποθέσεις, εσωτερικές υποθέσεις του σπιτιού, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., Διὸς [[ἔνδον]], στον οίκο του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ.· σκηνῆς [[ἔνδον]], σε Σοφ.· φρενῶν [[ἔνδον]], μέσα στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδον:''' <b class="num">I</b> иногда τἄνδον adv.<br /><b class="num">1)</b> внутри (преимущ. дома, у себя) ([[ἔστι]] γὰρ ἔ. [[χαλκός]] τε [[χρυσός]] Hom.; ἀργυρίου ἔ. [[ὀγδοήκοντα]] μνᾶς Dem.; ἔ. κατακρύψαι ἑαυτόν Plut.): τίς ἔ.; Aesch. кто в доме?, т. е. есть кто-нибудь?; τἄνδον οὐχ [[οὕτω]] φρονῶν Eur. в душе думая иначе; ἔ. [[γενέσθαι]] Aesch. приходить в себя; οἱ ἔ. Soph., Plat. домашние, домочадцы; τὰ ἔ. Xen., Arst. домашние дела или домашнее имущество, личная собственность, Eur. внутренность дома;<br /><b class="num">2)</b> (в книгах) дальше, ниже: παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς ἔ. γέγραπται Diog. L. он написал план, который приведен ниже.<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen., у Pind. тж. [[cum]] dat. внутри, в (ἔ. φαρέτρας и ἔ. ἄλσει Pind.; ἔ. καρδίας Aesch.; σκηνῆς ἔ. Soph.; γῆς ἔ. Plat.): Διὸς ἔ. Hom. в жилище Зевса; οὐκ ἔ. φρενῶν εἶναι Eur. быть не в своем уме.
}}
}}