Anonymous

ἑλίσσω: Difference between revisions

From LSJ
2,985 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ελίττω (AM [[ἑλίσσω]] και ἑλίττω<br />Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και [[εἱλίσσω]])<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]], [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <i>ελίσσομαι</i><br />α) [[ακολουθώ]] [[κίνηση]] με ελιγμούς<br />β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ελίσσομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ευέλικτος]] στις κινήσεις και στις ενέργειές μου, δεν [[συμπεριφέρομαι]] με απόλυτη [[σταθερότητα]] ή [[ακαμψία]]<br /><b>2.</b> (για στρατ. [[μονάδα]]) [[ακολουθώ]] [[κίνηση]] με ελιγμούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[γύρω]] από [[κάτι]], [[κάμπτω]]<br /><b>2.</b> [[κυλώ]], [[περιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] με ελιγμούς<br /><b>4.</b> [[χορεύω]]<br /><b>5.</b> [[σκέφτομαι]]<br /><b>6.</b> στρέφομαι [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>7.</b> (για [[ποτάμι]]) περιστρέφομαι<br /><b>8.</b> περιφέρομαι<br /><b>9.</b> [[ασχολούμαι]] [[συνεχώς]] με [[κάτι]]<br /><b>10.</b> [[στριφογυρίζω]] στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ελίσσω]], ιων. [[ειλίσσω]] <span style="color: red;"><</span> [[ειλέω]], αποτελεί μετονοματικό τύπο της λέξεως [[ἕλιξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ελίγδην]], [[έλιγμα]], [[ελιγμός]], [[ελικτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελικτήρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[έλιξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αμφιελίσσω]], <i>απελίσσω</i>, [[διεξελίσσω]], [[ενελίσσω]], [[επιπεριελίσσω]], [[εφελίσσω]], [[καθελίσσω]], [[προκατελίσσω]], [[προπεριελίσσω]], [[προσεξελίσσω]], [[υπελίσσω]], [[υπερελίσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιελίσσω]], [[ανελίσσω]], [[εξελίσσω]]].
|mltxt=και ελίττω (AM [[ἑλίσσω]] και ἑλίττω<br />Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και [[εἱλίσσω]])<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]], [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <i>ελίσσομαι</i><br />α) [[ακολουθώ]] [[κίνηση]] με ελιγμούς<br />β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ελίσσομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ευέλικτος]] στις κινήσεις και στις ενέργειές μου, δεν [[συμπεριφέρομαι]] με απόλυτη [[σταθερότητα]] ή [[ακαμψία]]<br /><b>2.</b> (για στρατ. [[μονάδα]]) [[ακολουθώ]] [[κίνηση]] με ελιγμούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[γύρω]] από [[κάτι]], [[κάμπτω]]<br /><b>2.</b> [[κυλώ]], [[περιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] με ελιγμούς<br /><b>4.</b> [[χορεύω]]<br /><b>5.</b> [[σκέφτομαι]]<br /><b>6.</b> στρέφομαι [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>7.</b> (για [[ποτάμι]]) περιστρέφομαι<br /><b>8.</b> περιφέρομαι<br /><b>9.</b> [[ασχολούμαι]] [[συνεχώς]] με [[κάτι]]<br /><b>10.</b> [[στριφογυρίζω]] στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ελίσσω]], ιων. [[ειλίσσω]] <span style="color: red;"><</span> [[ειλέω]], αποτελεί μετονοματικό τύπο της λέξεως [[ἕλιξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ελίγδην]], [[έλιγμα]], [[ελιγμός]], [[ελικτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελικτήρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[έλιξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αμφιελίσσω]], <i>απελίσσω</i>, [[διεξελίσσω]], [[ενελίσσω]], [[επιπεριελίσσω]], [[εφελίσσω]], [[καθελίσσω]], [[προκατελίσσω]], [[προπεριελίσσω]], [[προσεξελίσσω]], [[υπελίσσω]], [[υπερελίσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιελίσσω]], [[ανελίσσω]], [[εξελίσσω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλίσσω:''' Επικ. απαρ. <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. [[εἱλίσσω]]· μέλ. <i>ἑλίξω</i>, αόρ. αʹ [[εἵλιξα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>εἱλίχθην</i>, παρακ. <i>εἵλιγμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. [[εἱλίχατο]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>εἵλικτο</i> ([[εἵλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιστρέφω]], [[στρέφω]] το [[άρμα]] γύρω από τη [[γωνία]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως λέγεται και για το [[άρμα]] της Ημέρας, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἑλ. κόνιν</i>, [[απλώνω]] κυματιστά τη στροβιλιζόμενη [[σκόνη]], σε Αισχύλ.· <i>ἑλ. δίνας</i>, λέγεται για τον Εύριπο, σε Ευρ.· <i>ἑλ. βλέφαρα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για [[κάθε]] γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]], [[ιδίως]] κυκλωτικής μορφής, <i>ἑλ.πλάταν</i>, [[χειρίζομαι]] το [[κουπί]] με [[σβελτάδα]], σε Σοφ.· ἑλ. [[πόδα]], [[περπατώ]] [[γρήγορα]], γοργοπερπατώ, σε Ευρ.· απόλ., [[χορεύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], [[κλώθω]], όπως το [[μαλλί]] γύρω από τη [[ρόκα]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[στριφογυρίζω]] στο [[μυαλό]] μου, [[περιστρέφω]], σε Σοφ.· <i>ἑλ. λόγους</i>, [[μεταχειρίζομαι]] πανούργα, πονηρά [[λόγια]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στρέφομαι, [[γυρίζω]] προς τον [[κόλπο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[φίδι]], συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[βλήμα]], περιστρέφομαι, [[στρίβω]] στον αέρα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στρέφομαι εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι, [[στριφογυρίζω]], στο ίδ.· επίσης όπως το Λατ. versari, είμαι [[συνεχώς]] απασχολημένος με [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> περιδινίζομαι, [[στριφογυρίζω]] κατά την όρχηση, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], [[στροβιλίζω]], [[περιστρέφω]], όπως η [[σφεντόνα]] ή [[θηλειά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> [[τὰς]] κεφαλὰς εἰλίχατο μίτρῃσι, έχουν τα κεφάλια τους τυλιγμένα με σαρίκια, σε Ηρόδ.
}}
}}