3,271,499
edits
(40) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], [[γοργότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εν τάχει»<br />(λόγ. τ.) [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «όσον [[τάχος]]»<br />(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη δοτ.) <i>τάχει</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>2.</b> (στην αιτ.) [[τάχος]]<br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ τάχους» ή «εἰς [[τάχος]]» ή «κατὰ [[τάχος]]» ή «[[μετὰ]] τάχους» ή «σὺν τάχει» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «ὡς [[τάχος]]» ή «ὅ,τι [[τάχος]]» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] [[τάχος]]» — όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br />γ) «[[τάχος]] φρενῶν» — [[ταχεία]] [[έξαψη]] της οργής (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[τάχος]] ψυχῆς» — [[ταχεία]] [[αντίληψη]]» (<b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], [[γοργότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εν τάχει»<br />(λόγ. τ.) [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «όσον [[τάχος]]»<br />(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη δοτ.) <i>τάχει</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>2.</b> (στην αιτ.) [[τάχος]]<br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ τάχους» ή «εἰς [[τάχος]]» ή «κατὰ [[τάχος]]» ή «[[μετὰ]] τάχους» ή «σὺν τάχει» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «ὡς [[τάχος]]» ή «ὅ,τι [[τάχος]]» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] [[τάχος]]» — όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br />γ) «[[τάχος]] φρενῶν» — [[ταχεία]] [[έξαψη]] της οργής (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[τάχος]] ψυχῆς» — [[ταχεία]] [[αντίληψη]]» (<b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[μετὰ]] τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ. | |||
}} | }} |