3,277,020
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[μετὰ]] τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ. | |lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[μετὰ]] τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάχος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) adv. быстро, поспешно Aesch., Eur.<br />εος (ᾰ) τό скорость, быстрота (τ. καὶ [[βραδύτης]] Plat.): ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc. со всей доступной им поспешностью; διὰ, ἀπὸ и [[μετὰ]] τάχους Thuc., Xen., Plat., ἐν и σὺν [[τάχει]] Pind., Aesch., Soph., Thuc. или εἰς и κατὰ τ. Her., Thuc., Xen. быстро, скоро, поспешно; ὅ τι τ., [[ὅσον]] τ. и ᾗ (дор. ᾇ) τ. Pind., Her., Soph., Eur., Plut. со всей возможной скоростью. | |||
}} | }} |