3,277,190
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέξοδος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο εξέρχεται [[κανείς]] με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσθεράπευτος]]. | |mltxt=[[δυσέξοδος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο εξέρχεται [[κανείς]] με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσθεράπευτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέξοδος:''' -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ. | |||
}} | }} |