δυσέξοδος

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέξοδος Medium diacritics: δυσέξοδος Low diacritics: δυσέξοδος Capitals: ΔΥΣΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: dyséxodos Transliteration B: dysexodos Transliteration C: dyseksodos Beta Code: duse/codos

English (LSJ)

δυσέξοδον,
A hard to get out of, Arist.Pol.1330b26, Lyc.1099, Paus.2.31.1: metaph., ἐρώτησις Luc.Fug.10.
2 hard to remedy, Hp.Epid.4.30.

Spanish (DGE)

-ον
1 del que es difícil salir, que hace difícil la salida c. dat. de pers. (πύργος) δ. δὲ καὶ τοῖς μετὰ ἀδείας βαδίζουσιν I.BI 7.293, sin rég. πορθμός Plu.2.981a, πράγματα ἀμήχανα καὶ δυσέξοδα Eun.Hist.18.6.41, en metáf. τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους ... βρόχου ref. al vestido sin costuras que causó la muerte a Agamenón, Lyc.1099
fig. de difícil respuesta ἐρωτήσεις Luc.Fug.10
subst. τό τε ἐκ τοῦ λαβυρίνθου δυσέξοδον la difícil salida del laberinto Paus.2.31.1, τὰ δυσέξοδα los lugares de difícil salida Paus.4.18.6
difícil de atravesar, inaccesible τόπος ... ποταμοὺς ἔχων καὶ χαράδρας δυσεξόδους D.S.19.26, cf. Aristid.Or.49.20.
2 difícil de remediar medic. τοῖσι δὲ πολλοῖσι δυσέξοδον τοῦτο de síntomas de enfermedades, Hp.Epid.4.30.

German (Pape)

[Seite 679] von schwierigem Ausgang; Hippocr.; τινί, Arist. Polit. 7, 11; Sp., wie Lycophr. 1099.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont l'issue est difficile;
2 dont l'issue est funeste HPC (maladie).
Étymologie: δυσ-, ἔξοδος.

Russian (Dvoretsky)

δυσέξοδος: Arst. = δυσεξίτητος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέξοδος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6. 2) δυσίατος, δυσθεράπευτος, Ἱππ. 1133.

Greek Monolingual

δυσέξοδος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολία
αρχ.
δυσθεράπευτος.

Greek Monotonic

δυσέξοδος: -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυσ-έξοδος, ον
hard to get out of, Arist.