Anonymous

τιμάω: Difference between revisions

From LSJ
3,756 bytes added ,  30 December 2018
6
(T21)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τιμῶ; [[future]] τιμήσω; 1st aorist ἐτίμησα; [[perfect]] [[passive]] participle τετιμημενος; 1st aorist [[middle]] ἐτιμησαμην; ([[τιμή]]); from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[estimate]], to [[fix]] the [[value]]; [[middle]] to [[fix]] the [[value]] of [[something]] belonging to [[oneself]] (Vulg. appretio; cf. Hagen, Sprachl. Erörterungen zur Vulgata, Freib. 1863, p. 99): τινα (R. V. to [[price]]), [[ἀπό]], I:2); the Sept. for הֶעֱרִיך, to honor (so [[uniformly]] A. V.), to [[have]] in honor, to [[revere]], [[venerate]]; the Sept. for כִּבֵּד: God, πολλαῖς τιμαῖς added, to honor [[with]] [[many]] honors, [[ἐπιτιμάω]].)  
|txtha=τιμῶ; [[future]] τιμήσω; 1st aorist ἐτίμησα; [[perfect]] [[passive]] participle τετιμημενος; 1st aorist [[middle]] ἐτιμησαμην; ([[τιμή]]); from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[estimate]], to [[fix]] the [[value]]; [[middle]] to [[fix]] the [[value]] of [[something]] belonging to [[oneself]] (Vulg. appretio; cf. Hagen, Sprachl. Erörterungen zur Vulgata, Freib. 1863, p. 99): τινα (R. V. to [[price]]), [[ἀπό]], I:2); the Sept. for הֶעֱרִיך, to honor (so [[uniformly]] A. V.), to [[have]] in honor, to [[revere]], [[venerate]]; the Sept. for כִּבֵּד: God, πολλαῖς τιμαῖς added, to honor [[with]] [[many]] honors, [[ἐπιτιμάω]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμάω:''' μέλ. <i>τιμήσω</i>, αόρ. <i>ἐτίμησα</i>, παρακ. <i>τετίμηκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτιμησάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>τιμηθήσομαι</i> και <i>τετιμήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμήθην</i>, παρακ. <i>τετίμημαι</i>· ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[απονέμω]] τιμές, σε Δημ.· απ' όπου [[απλώς]], [[ανταμείβω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, [[λαμβάνω]] τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]], είμαι [[άξιος]] τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, έχω σε [[τιμή]], [[εκτιμώ]], [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] αξία σε [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = [[προτιμάω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του τιμήματος, [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] ή [[ορίζω]] συγκεκριμένη [[τιμή]] κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], [[παρέχω]] ως [[τιμή]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος·<br /><b class="num">1.</b> στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, [[ορίζω]] την [[τιμωρία]] του καταδικασθέντος, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· [[τιμάω]] τὴν [[μακράν]] τινι, του [[επιβάλλω]] την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν [[βλέπω]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]] στα μάτια μου, στον ίδ.· η [[ποινή]] ή [[καταδίκη]] εκφέρεται με γεν., [[τιμάω]] τινὶ θανάτου (ενν. [[δίκην]]), [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανάτου [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις [[αὐτῷ]] προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί [[ποινή]] περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., <i>τιμᾶσθαι ἀργυρίου</i>, να καταδικαστείς σε [[πρόστιμο]]· <i>τινος</i>, για κάποιο [[πράγμα]], σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] 2), <b>α)</b> λέγεται για τον κατήγορο, <i>τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για τον [[κατηγορούμενο]], <i>τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ</i>, να ορίσω τέτοιο [[τίμημα]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. <b>γ)</b> με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν [[δίκην]], σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
}}