Anonymous

τιμάω: Difference between revisions

From LSJ
3,694 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμάω:''' μέλ. <i>τιμήσω</i>, αόρ. <i>ἐτίμησα</i>, παρακ. <i>τετίμηκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτιμησάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>τιμηθήσομαι</i> και <i>τετιμήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμήθην</i>, παρακ. <i>τετίμημαι</i>· ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[απονέμω]] τιμές, σε Δημ.· απ' όπου [[απλώς]], [[ανταμείβω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, [[λαμβάνω]] τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]], είμαι [[άξιος]] τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, έχω σε [[τιμή]], [[εκτιμώ]], [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] αξία σε [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = [[προτιμάω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του τιμήματος, [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] ή [[ορίζω]] συγκεκριμένη [[τιμή]] κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], [[παρέχω]] ως [[τιμή]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος·<br /><b class="num">1.</b> στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, [[ορίζω]] την [[τιμωρία]] του καταδικασθέντος, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· [[τιμάω]] τὴν [[μακράν]] τινι, του [[επιβάλλω]] την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν [[βλέπω]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]] στα μάτια μου, στον ίδ.· η [[ποινή]] ή [[καταδίκη]] εκφέρεται με γεν., [[τιμάω]] τινὶ θανάτου (ενν. [[δίκην]]), [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανάτου [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις [[αὐτῷ]] προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί [[ποινή]] περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., <i>τιμᾶσθαι ἀργυρίου</i>, να καταδικαστείς σε [[πρόστιμο]]· <i>τινος</i>, για κάποιο [[πράγμα]], σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] 2), <b>α)</b> λέγεται για τον κατήγορο, <i>τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για τον [[κατηγορούμενο]], <i>τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ</i>, να ορίσω τέτοιο [[τίμημα]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. <b>γ)</b> με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν [[δίκην]], σε Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''τῑμάω:''' μέλ. <i>τιμήσω</i>, αόρ. <i>ἐτίμησα</i>, παρακ. <i>τετίμηκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτιμησάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>τιμηθήσομαι</i> και <i>τετιμήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμήθην</i>, παρακ. <i>τετίμημαι</i>· ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[απονέμω]] τιμές, σε Δημ.· απ' όπου [[απλώς]], [[ανταμείβω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, [[λαμβάνω]] τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]], είμαι [[άξιος]] τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, έχω σε [[τιμή]], [[εκτιμώ]], [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] αξία σε [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = [[προτιμάω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του τιμήματος, [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] ή [[ορίζω]] συγκεκριμένη [[τιμή]] κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], [[παρέχω]] ως [[τιμή]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος·<br /><b class="num">1.</b> στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, [[ορίζω]] την [[τιμωρία]] του καταδικασθέντος, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· [[τιμάω]] τὴν [[μακράν]] τινι, του [[επιβάλλω]] την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν [[βλέπω]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]] στα μάτια μου, στον ίδ.· η [[ποινή]] ή [[καταδίκη]] εκφέρεται με γεν., [[τιμάω]] τινὶ θανάτου (ενν. [[δίκην]]), [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανάτου [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις [[αὐτῷ]] προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί [[ποινή]] περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., <i>τιμᾶσθαι ἀργυρίου</i>, να καταδικαστείς σε [[πρόστιμο]]· <i>τινος</i>, για κάποιο [[πράγμα]], σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] 2), <b>α)</b> λέγεται για τον κατήγορο, <i>τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για τον [[κατηγορούμενο]], <i>τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ</i>, να ορίσω τέτοιο [[τίμημα]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. <b>γ)</b> με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν [[δίκην]], σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμάω:''' (fut. med. - тж. со знач. pass. - τιμήσομαι; pass.: fut. τιμηθήσομαι и τετιμήσομαι, aor. ἐτιμήθην и pf. τετίμημαι)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. окружать почестями, чтить (τινα ὡς θεόν Hom.; δαιμόνων [[γένος]] Aesch.): τ. τινι [[χάριν]] Soph., Eur.; воздавать почести кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> почитать, уважать: τ. τινα ἐξ ἴσου τινί Soph. почитать кого-л. наравне с кем-л.; τιμηθῆναι πρός τινος Pind., [[παρά]] τινι Her. и [[ὑπό]] τινος Plat. быть в чести у кого-л.; [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]] Hom. быть удостоенным чести;<br /><b class="num">3)</b> осыпать почестями (δωρεῖσθαι καὶ τ. Xen.): τιμᾶσθαι ἐκ τοῦ πολεμεῖν Thuc. прославиться на войне;<br /><b class="num">4)</b> отличать (перед кем-л.), оказывать внимание, тж. награждать: τ. τινα ἐν Ἀργείοισιν Hom. отличать кого-л. между аргивянами; τ. τινα εὐνῇ καὶ σίτῳ Hom. дать кому-л. ночлег и пищу; δώροις τ. τινα Xen. награждать кого-л. дарами; οἱ τετιμημένοι и οἱ τιμώμενοι Xen. лица, достигшие высших почестей, сановники, вельможи; τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν Thuc. честь обладания властью;<br /><b class="num">5)</b> высоко ставить, дорожить, ценить (τι Soph. etc.): οὓς [[Φρύγες]] νόμους τιμῶσιν Eur. традиции, которые свято хранят фригийцы; τ. τὸν λόγον Aesch. внимать словам, т. е. исполнять мольбу; τ. τι τοῦ βίου [[πλέον]] Aesch. ставить что-л. выше жизни; τιμᾶσθαί τι πρὸ παντός Thuc. и ἀντὶ παντός Dem. ценить что-л. превыше всего;<br /><b class="num">6)</b> оценивать, расценивать: τ. πλέονος ἢ ἐλάττονος Plat. назначать цену выше или ниже (нормальной); τετιμημένος χρημάτων Thuc. оцененный на деньги; τὴν διπλασίαν τοῦ τιμηθέντος βλάβην ἐκτίνειν Plat. возместить ущерб в двойном против оценки размере;<br /><b class="num">7)</b> тж. med., юр. (о наказании) определять, устанавливать, назначать: τ. τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης Plat. определять размер возмещения за (причиненный) ущерб; τ. τινί τινος Plat., Dem.; присуждать (приговаривать) кого-л. к чему-л.;<br /><b class="num">8)</b> med., юр. (о наказании) считать достойным, предлагать: τιμᾶσθαί τινι θανάτου Lys., Plat., Dem.; считать кого-л. достойным смертной казни; ἐτιμησάμην ἂν χρημάτων Plat. я предложил бы приговорить меня к денежному штрафу; φυγῆς τιμήσασθαι Plat. предложить осудить себя на изгнание.
}}
}}