Anonymous

τρισάθλιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τρισάθλιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br />[[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, [[αξιολύπητος]], δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια [[κεφαλή]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἰσῆλθε [[τοῖν]] τρισαθλίοιν [[ἔρις]] κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακοηθέστατος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεεινός]] και [[τρισάθλιος]]» — κατώτατης ποιότητας από [[κάθε]] [[άποψη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισαθλίως]] ΝΜΑ, και <i>τρισάθλια</i> Ν<br />με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελεεινότατα, κακοηθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄθλιος]].
|mltxt=-α, -ο / [[τρισάθλιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br />[[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, [[αξιολύπητος]], δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια [[κεφαλή]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἰσῆλθε [[τοῖν]] τρισαθλίοιν [[ἔρις]] κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακοηθέστατος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεεινός]] και [[τρισάθλιος]]» — κατώτατης ποιότητας από [[κάθε]] [[άποψη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισαθλίως]] ΝΜΑ, και <i>τρισάθλια</i> Ν<br />με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελεεινότατα, κακοηθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄθλιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισάθλιος:''' -α, -ον, [[πανάθλιος]], [[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}