Anonymous

ὅρος: Difference between revisions

From LSJ
1,865 bytes added ,  30 December 2018
5
(SL_2)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὅρος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[boundary]] ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (codd.: [[ὄρος]] Π, Snell, cf. Σ.) (O. 6.77) ]
|sltr=[[ὅρος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[boundary]] ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (codd.: [[ὄρος]] Π, Snell, cf. Σ.) (O. 6.77) ]
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὅρος:''' Ιων. οὗρος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> όριο, [[σημάδι]] που τίθεται για να δηλώνει το όριο, και στον πληθ. τα [[σύνορα]], [[μεθόριος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το όριο [[μεταξύ]] [[δύο]] τόπων δηλώνεται με με τη γεν. των [[δύο]] ονομάτων· <i>οὗρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς</i>, σε Ηρόδ.· γενικά, [[σύνορο]], όριο, [[ἑβδομήκοντα]] ἔτη οὗρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ [[προτίθημι]], [[θέτω]] τα [[εβδομήντα]] χρόνια ως όριο ζωής για τον άνθρωπο, στον ίδ.· μεταφ., λέγεται για το [[μυαλό]] της γυναίκας που είναι περιορισμένο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., λίθοι που χρησιμ. ως όρια (<i>στῆλαι</i>, cippi), και έφεραν επιγραφές, σε Ηρόδ.· στην Αττ., [[νομοθεσία]], λίθινες πινακίδες που στήνονταν σε υποθηκευμένες γαίες ως [[επιβεβαίωση]] του χρέους, σε Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> όριο, κανόνας, [[καθεστώς]], μέτρο, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], [[σκοπός]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Λογική του Αριστ., [[κύριος]] όρος μιας πρότασης, ο [[ορισμός]] του, το είδος του· ομοίως, στα Μαθηματικά <i>ὅροι</i> είναι οι όροι ενός συλλογισμού ή μιας αναλογίας, σε Αριστ.
}}
}}