3,276,901
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅρος:''' Ιων. οὗρος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> όριο, [[σημάδι]] που τίθεται για να δηλώνει το όριο, και στον πληθ. τα [[σύνορα]], [[μεθόριος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το όριο [[μεταξύ]] [[δύο]] τόπων δηλώνεται με με τη γεν. των [[δύο]] ονομάτων· <i>οὗρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς</i>, σε Ηρόδ.· γενικά, [[σύνορο]], όριο, [[ἑβδομήκοντα]] ἔτη οὗρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ [[προτίθημι]], [[θέτω]] τα [[εβδομήντα]] χρόνια ως όριο ζωής για τον άνθρωπο, στον ίδ.· μεταφ., λέγεται για το [[μυαλό]] της γυναίκας που είναι περιορισμένο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., λίθοι που χρησιμ. ως όρια (<i>στῆλαι</i>, cippi), και έφεραν επιγραφές, σε Ηρόδ.· στην Αττ., [[νομοθεσία]], λίθινες πινακίδες που στήνονταν σε υποθηκευμένες γαίες ως [[επιβεβαίωση]] του χρέους, σε Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> όριο, κανόνας, [[καθεστώς]], μέτρο, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], [[σκοπός]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Λογική του Αριστ., [[κύριος]] όρος μιας πρότασης, ο [[ορισμός]] του, το είδος του· ομοίως, στα Μαθηματικά <i>ὅροι</i> είναι οι όροι ενός συλλογισμού ή μιας αναλογίας, σε Αριστ. | |lsmtext='''ὅρος:''' Ιων. οὗρος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> όριο, [[σημάδι]] που τίθεται για να δηλώνει το όριο, και στον πληθ. τα [[σύνορα]], [[μεθόριος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το όριο [[μεταξύ]] [[δύο]] τόπων δηλώνεται με με τη γεν. των [[δύο]] ονομάτων· <i>οὗρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς</i>, σε Ηρόδ.· γενικά, [[σύνορο]], όριο, [[ἑβδομήκοντα]] ἔτη οὗρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ [[προτίθημι]], [[θέτω]] τα [[εβδομήντα]] χρόνια ως όριο ζωής για τον άνθρωπο, στον ίδ.· μεταφ., λέγεται για το [[μυαλό]] της γυναίκας που είναι περιορισμένο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., λίθοι που χρησιμ. ως όρια (<i>στῆλαι</i>, cippi), και έφεραν επιγραφές, σε Ηρόδ.· στην Αττ., [[νομοθεσία]], λίθινες πινακίδες που στήνονταν σε υποθηκευμένες γαίες ως [[επιβεβαίωση]] του χρέους, σε Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> όριο, κανόνας, [[καθεστώς]], μέτρο, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], [[σκοπός]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Λογική του Αριστ., [[κύριος]] όρος μιας πρότασης, ο [[ορισμός]] του, το είδος του· ομοίως, στα Μαθηματικά <i>ὅροι</i> είναι οι όροι ενός συλλογισμού ή μιας αναλογίας, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅρος:''' ион. [[οὖρος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> межевой знак, межа (ἀρούρης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> граница, рубеж (τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Her.): [[ῥεῖθρον]] ἠπείροιν ὅ. Aesch. пролив, служащий границей между обоими материками; γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις Aesch. на край света; οὖ. τῆς ζόης Her. и τοῦ βίου [[Pythagoras]] ap. Plut. предел жизни;<br /><b class="num">3)</b> пределы, рамки: γάμου ὅ. ἀπὸ [[ἑκκαίδεκα]] ἐτῶν εἰς εἴκοσί (sc. ἐστιν) Plat. пределы брачного возраста (для девушек) - от шестнадцати до двадцати лет;<br /><b class="num">4)</b> разница, различие (ὅ. χρηστοῖς καὶ κακοῖς, sc. ἀνθρώποις Eur.);<br /><b class="num">5)</b> мера, норма (τῶν ἀγαθῶν Dem.; τῶν ἀναγκαίων Plat.);<br /><b class="num">6)</b> муз. (со)отношение, пропорция (οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων Plat.);<br /><b class="num">7)</b> мат. член отношения Arst.;<br /><b class="num">8)</b> цель (ὅρον τιθεσθαί τινι Dem.; ὀλιγαρχίας ὅ. πλοῦτός, sc. ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">9)</b> лог. член предложения (субъект или предикат), термин: ὅ. [[μέσος]] Arst. средний термин;<br /><b class="num">10)</b> лог. определение (понятия): [[ἔστι]] δ᾽ ὅ. [[λόγος]] ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Arst. определение есть высказывание, обозначающее то, чем предмет является; Ὃροι Определения (приписываемый Платону перечень определений ряда понятии);<br /><b class="num">11)</b> юр. (в Афинах) таблица с указанием ипотечного долга недвижимости: ὅρους τιθέναι ἐπὶ τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν) Dem. поместить на доме таблички с указанием его ипотечной задолженности в 2000 драхм. | |||
}} | }} |