Anonymous

παρεκτέον: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παράσχῃ, νὰ ἐμποιήσῃ τι, γέλωτά τινι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15.
|lstext='''παρεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παράσχῃ, νὰ ἐμποιήσῃ τι, γέλωτά τινι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[παρέχω]], αυτό που πρέπει να προξενήσει [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}