3,274,917
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[παρέχω]], αυτό που πρέπει να προξενήσει [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''παρεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[παρέχω]], αυτό που πρέπει να προξενήσει [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρεκτέον, adj. verb. van παρέχω, er moet verschaft worden:. πρόφασις... ὡς οὐ παρεκτέον σοι ἡμῖν γέλωτα een excuus, dat er door jou geen reden tot lachen aan ons gegeven moet worden Xen. Cyr. 2.2.15. | |||
}} | }} |