Anonymous

δίοπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[δίοπος]]) [[διέπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού [[αντίστοιχος]] του δεκανέα του στρατού ξηράς<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου<br /><b>3.</b> αυτός που επιστατεί στη [[φόρτωση]] πλοίου και επιτηρεί το [[φορτίο]].———————— <b>(II)</b><br />[[δίοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οπή</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[δίοπος]]) [[διέπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού [[αντίστοιχος]] του δεκανέα του στρατού ξηράς<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου<br /><b>3.</b> αυτός που επιστατεί στη [[φόρτωση]] πλοίου και επιτηρεί το [[φορτίο]].———————— <b>(II)</b><br />[[δίοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οπή</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίοπος:''' ὁ ([[διέπω]]), [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}