Anonymous

ὀρθόω: Difference between revisions

From LSJ
2,364 bytes added ,  30 December 2018
5
(SL_2)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀρθόω]] (fut. ὀρθώσειν: aor. ὤρθωσεν; ὀρθώσαις, -αντες; ὀρθῶσαι: aor. [[pass]]. ὀρθωθεῖσα.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[raise]] up met. [[εὔχομαι]], Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) κούφα [[δόσις]] ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν [[ἔπος]] εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> exalt σὲ δ' ἐν [[τούτῳ]] λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60) [[Ὅμηρος]] ὃς [[αὐτοῦ]] πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων (I. 4.38) [[τόν]] τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (I. 6.65) c. pr. adj. Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς [[πολίων]] ἀφνεαῖς (N. 1.15) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[make]] [[secure]] of cities. καὶ [[νῦν]] ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν [[πόλις]] Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις (ὑπαινίττεται δὲ τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν [[τῶν]] Ἑλληνῶν, ἧς [[ἔλαβον]] τὰ [[ἀριστεῖα]] οἱ Αἰγινῆται Σ.) (I. 5.48)
|sltr=[[ὀρθόω]] (fut. ὀρθώσειν: aor. ὤρθωσεν; ὀρθώσαις, -αντες; ὀρθῶσαι: aor. [[pass]]. ὀρθωθεῖσα.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[raise]] up met. [[εὔχομαι]], Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) κούφα [[δόσις]] ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν [[ἔπος]] εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> exalt σὲ δ' ἐν [[τούτῳ]] λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60) [[Ὅμηρος]] ὃς [[αὐτοῦ]] πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων (I. 4.38) [[τόν]] τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (I. 6.65) c. pr. adj. Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς [[πολίων]] ἀφνεαῖς (N. 1.15) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[make]] [[secure]] of cities. καὶ [[νῦν]] ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν [[πόλις]] Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις (ὑπαινίττεται δὲ τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν [[τῶν]] Ἑλληνῶν, ἧς [[ἔλαβον]] τὰ [[ἀριστεῖα]] οἱ Αἰγινῆται Σ.) (I. 5.48)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόω:''' ([[ὀρθός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σηκώνω]] σε όρθια [[στάση]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ύψος, [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανασηκώνω]] [[κάτι]] που έχει πέσει ή βρίσκεται [[κάτω]], [[ανορθώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῦν [[κάρα]], [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· λέγεται για κτίρια, [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]], ή, γενικά, [[εγείρω]], [[χτίζω]], σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ή, [[απλώς]], σηκώνομαι από το κάθισμά μου, σηκώνομαι όρθιος, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[γραμμή]], [[διεύθυνση]], [[ισιώνω]], σε Αριστ. — Παθ., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], αν αυτό το [[βέλος]] κατευθυνθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> μεταφ., (από σημ. I), [[ανορθώνω]], [[επαναφέρω]] στην [[υγεία]], την [[ασφάλεια]], την [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, [[εκθειάζω]], [[αποδίδω]] τιμές, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> (από σημ. II), [[καθοδηγώ]] σωστά, σε Αισχύλ.· <i>ὀρθῶἀγῶνας</i>, [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], στον ίδ.· <i>ὀρθῶ βίον</i>, σε Σοφ. — Παθ., [[επιτυγχάνω]], [[ευημερώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀρθούμενον</i>, [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]], σε Θουκ.· λέγεται για [[λόγια]] και γνώμες, είμαι [[σωστός]], [[αληθής]], σε Ηρόδ., Ευρ.· ἐν ἀγγέλῳ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], κάποιο [[μυστικό]] [[άγγελμα]] στάλθηκε σωστά από αγγελιοφόρο, όχι μέσω επιστολής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> στην Παθ. επίσης, είμαι [[έντιμος]], [[συμπεριφέρομαι]] δίκαια, στον ίδ.
}}
}}