3,277,114
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθόω:''' ([[ὀρθός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σηκώνω]] σε όρθια [[στάση]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ύψος, [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανασηκώνω]] [[κάτι]] που έχει πέσει ή βρίσκεται [[κάτω]], [[ανορθώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῦν [[κάρα]], [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· λέγεται για κτίρια, [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]], ή, γενικά, [[εγείρω]], [[χτίζω]], σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ή, [[απλώς]], σηκώνομαι από το κάθισμά μου, σηκώνομαι όρθιος, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[γραμμή]], [[διεύθυνση]], [[ισιώνω]], σε Αριστ. — Παθ., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], αν αυτό το [[βέλος]] κατευθυνθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> μεταφ., (από σημ. I), [[ανορθώνω]], [[επαναφέρω]] στην [[υγεία]], την [[ασφάλεια]], την [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, [[εκθειάζω]], [[αποδίδω]] τιμές, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> (από σημ. II), [[καθοδηγώ]] σωστά, σε Αισχύλ.· <i>ὀρθῶἀγῶνας</i>, [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], στον ίδ.· <i>ὀρθῶ βίον</i>, σε Σοφ. — Παθ., [[επιτυγχάνω]], [[ευημερώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀρθούμενον</i>, [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]], σε Θουκ.· λέγεται για [[λόγια]] και γνώμες, είμαι [[σωστός]], [[αληθής]], σε Ηρόδ., Ευρ.· ἐν ἀγγέλῳ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], κάποιο [[μυστικό]] [[άγγελμα]] στάλθηκε σωστά από αγγελιοφόρο, όχι μέσω επιστολής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> στην Παθ. επίσης, είμαι [[έντιμος]], [[συμπεριφέρομαι]] δίκαια, στον ίδ. | |lsmtext='''ὀρθόω:''' ([[ὀρθός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σηκώνω]] σε όρθια [[στάση]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ύψος, [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανασηκώνω]] [[κάτι]] που έχει πέσει ή βρίσκεται [[κάτω]], [[ανορθώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῦν [[κάρα]], [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· λέγεται για κτίρια, [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]], ή, γενικά, [[εγείρω]], [[χτίζω]], σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ή, [[απλώς]], σηκώνομαι από το κάθισμά μου, σηκώνομαι όρθιος, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[γραμμή]], [[διεύθυνση]], [[ισιώνω]], σε Αριστ. — Παθ., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], αν αυτό το [[βέλος]] κατευθυνθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> μεταφ., (από σημ. I), [[ανορθώνω]], [[επαναφέρω]] στην [[υγεία]], την [[ασφάλεια]], την [[ευημερία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, [[εκθειάζω]], [[αποδίδω]] τιμές, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> (από σημ. II), [[καθοδηγώ]] σωστά, σε Αισχύλ.· <i>ὀρθῶἀγῶνας</i>, [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], στον ίδ.· <i>ὀρθῶ βίον</i>, σε Σοφ. — Παθ., [[επιτυγχάνω]], [[ευημερώ]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀρθούμενον</i>, [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]], σε Θουκ.· λέγεται για [[λόγια]] και γνώμες, είμαι [[σωστός]], [[αληθής]], σε Ηρόδ., Ευρ.· ἐν ἀγγέλῳ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], κάποιο [[μυστικό]] [[άγγελμα]] στάλθηκε σωστά από αγγελιοφόρο, όχι μέσω επιστολής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> στην Παθ. επίσης, είμαι [[έντιμος]], [[συμπεριφέρομαι]] δίκαια, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθόω:''' <b class="num">1)</b> поднимать (τινα Hom.; [[κάρα]], [[πρόσωπον]] Eur.): ἕζετο δ᾽ ὀρθωθείς Hom. (Агамемнон) поднялся (с постели) и сел; ὀρθωθεὶς ἐπ᾽ ἀγκῶνος Hom. приподнявшись на локте, опершись на локоть;<br /><b class="num">2)</b> делать прямым, выпрямлять (τὰ διεστραμμένα Arst.): ὀρθούμενος Xen. выпрямившись, держась прямо (ср. 5); ὀρθοῦσθαι Soph. держаться прямо, т. е. существовать; ὀρθοῦται [[κανών]] Soph. линейка пряма;<br /><b class="num">3)</b> воздвигать, сооружать ([[ἔρυμα]] λίθοις Thuc.; Ζηνὸς [[βρέτας]] Eur.): ὀ. ὕμνον Pind. сложить гимн;<br /><b class="num">4)</b> направлять в цель, давать нужное направление: ἢν τόδ᾽ ὀρθωθῇ [[βέλος]] Soph. если эта стрела попадет в цель; ὀ. πόλιν Soph. мудро править государством; ὀρθῶσαι βίον τινί Soph. сделать счастливой или спасти чью-л. жизнь; [[ὧδε]] ποιήσας, ὀρθώσεις μὲν σεωυτόν Her. сделав это, ты и себя осчастливишь; ὀ. ἀγῶνας Aesch. обеспечить успех в борьбе; ὀ. συμφοράς τινι Aesch. даровать счастье (успех) кому-л.;<br /><b class="num">5)</b> pass. удаваться, преуспевать (ἢν ἡ [[διάβασις]] μὴ ὀρθωθῇ Her.): [[πόλις]] ὀρθουμένη Thuc. процветающий город; τὸ ὀρθούμενον Thuc. удача, успех;<br /><b class="num">6)</b> приводить в порядок, восстанавливать, исправлять, улучшать ([[πάλιν]] τὰ πόλεως Soph.; οἶκον πατρῷον Eur.): [[νῦν]] δ᾽ ὤρθωσας στόματος γνώμην Aesch. теперь-то ты высказал правильную мысль; ὀρθοῦσθαι γνώμην Eur. опомниться, прийти в себя; οἱ ὀρθούμενοι Soph. соблюдающие порядок, дисциплинированные (ср. 2);<br /><b class="num">7)</b> pass. быть правильным, справедливым: [[οὕτω]] μὲν ὀρθοῖτ᾽ ἂν ὁ [[λόγος]] ὁ παρὰ [[σεῦ]] εἰρημένος Her. в таком случае было бы верно то, что ты сказал;<br /><b class="num">8)</b> возвеличивать, прославлять (Σικελίαν Pind.; [[ἄριστον]] [[ἀνδρῶν]] Plat.). | |||
}} | }} |