3,277,114
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἥδυσμα]]) [[ηδύνω]]<br />[[καθετί]] που παρέχει [[γλυκύτητα]], [[καθετί]] που κάνει το [[φαγητό]] νόστιμο, [[άρτυμα]], [[καρύκευμα]]<br />(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ [[στόμα]] λαμβάνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]] («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῑς ἐπιθέτοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἡδύσματα</i><br />τα μυρωδικά. | |mltxt=το (AM [[ἥδυσμα]]) [[ηδύνω]]<br />[[καθετί]] που παρέχει [[γλυκύτητα]], [[καθετί]] που κάνει το [[φαγητό]] νόστιμο, [[άρτυμα]], [[καρύκευμα]]<br />(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ [[στόμα]] λαμβάνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]] («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῑς ἐπιθέτοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἡδύσματα</i><br />τα μυρωδικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἥδυσμα:''' -ατος, τό ([[ἡδύνω]]), αυτό που δίνει [[γλυκύτητα]] και [[νοστιμιά]] στο [[φαγητό]], η [[σάλτσα]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |