ἥδυσμα: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥδυσμα:''' -ατος, τό ([[ἡδύνω]]), αυτό που δίνει [[γλυκύτητα]] και [[νοστιμιά]] στο [[φαγητό]], η [[σάλτσα]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἥδυσμα:''' -ατος, τό ([[ἡδύνω]]), αυτό που δίνει [[γλυκύτητα]] και [[νοστιμιά]] στο [[φαγητό]], η [[σάλτσα]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἥδυσμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> приправа, пряность, соус Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> перен. приправа, услада, украшение (ἡ [[μελοποιΐα]] [[μέγιστον]] τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἡ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.): οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ᾽ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу.
}}
}}