Anonymous

κατάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάγνυμι]] (AM, Α και καταγνύω και [[κατάσσω]] και [[κατεάσσω]])<br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεαγώς]], -<i>υία</i> και -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />[[σπασμένος]], κομματιασμένος, συντριμμένος<br /><b>μσν.</b><br />[[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατασυντρίβω]], [[κατακομματιάζω]] («δόρατα κατεηγότα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αδύνατο, [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[πατρίδα]] θ', ἥν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾱξαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[καταβεβλημένος]] («ἀνειμένοι τὴν δίαιτάν εἰσι καὶ κατεαγότες», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
|mltxt=[[κατάγνυμι]] (AM, Α και καταγνύω και [[κατάσσω]] και [[κατεάσσω]])<br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεαγώς]], -<i>υία</i> και -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />[[σπασμένος]], κομματιασμένος, συντριμμένος<br /><b>μσν.</b><br />[[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατασυντρίβω]], [[κατακομματιάζω]] («δόρατα κατεηγότα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αδύνατο, [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[πατρίδα]] θ', ἥν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾱξαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[καταβεβλημένος]] («ἀνειμένοι τὴν δίαιτάν εἰσι καὶ κατεαγότες», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάγνῡμι:''' απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. [[κατάξω]], αόρ. αʹ [[κατέαξα]], μτχ. <i>κατάξας</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[κατεάγην]] [ᾱ], ευκτ. <i>κατᾱγείην</i>, παρακ. <i>κατέᾱγα</i>, Ιων. <i>κατέηγα</i> (με Παθ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b>[[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[συντρίβω]], [[ραγίζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[συντρίβω]], [[εξασθενίζω]], [[αποκοιμίζω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με παρακ. Ενεργ., [[σπάζω]], συντρίβομαι, <i>δόρατα κατεηγότα</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατεαγέναι</i> ή <i>καταγῆναι τὴν κεφαλήν</i>, έχω το [[κεφάλι]] ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τῆς κεφαλῆς κατέαγε</i>, είχε [[τμήμα]] του κεφαλιού του σπασμένο, στον ίδ.
}}
}}