Anonymous

κατάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάγνῡμι:''' απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. [[κατάξω]], αόρ. αʹ [[κατέαξα]], μτχ. <i>κατάξας</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[κατεάγην]] [ᾱ], ευκτ. <i>κατᾱγείην</i>, παρακ. <i>κατέᾱγα</i>, Ιων. <i>κατέηγα</i> (με Παθ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b>[[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[συντρίβω]], [[ραγίζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[συντρίβω]], [[εξασθενίζω]], [[αποκοιμίζω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με παρακ. Ενεργ., [[σπάζω]], συντρίβομαι, <i>δόρατα κατεηγότα</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατεαγέναι</i> ή <i>καταγῆναι τὴν κεφαλήν</i>, έχω το [[κεφάλι]] ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τῆς κεφαλῆς κατέαγε</i>, είχε [[τμήμα]] του κεφαλιού του σπασμένο, στον ίδ.
|lsmtext='''κατάγνῡμι:''' απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. [[κατάξω]], αόρ. αʹ [[κατέαξα]], μτχ. <i>κατάξας</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[κατεάγην]] [ᾱ], ευκτ. <i>κατᾱγείην</i>, παρακ. <i>κατέᾱγα</i>, Ιων. <i>κατέηγα</i> (με Παθ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b>[[σπάζω]] σε κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[συντρίβω]], [[ραγίζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[συντρίβω]], [[εξασθενίζω]], [[αποκοιμίζω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με παρακ. Ενεργ., [[σπάζω]], συντρίβομαι, <i>δόρατα κατεηγότα</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατεαγέναι</i> ή <i>καταγῆναι τὴν κεφαλήν</i>, έχω το [[κεφάλι]] ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>τῆς κεφαλῆς κατέαγε</i>, είχε [[τμήμα]] του κεφαλιού του σπασμένο, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-άγνυμι, imperf. med.-pass. κατεαγνύμην; aor. κατέαξα, ptc. κατεάξας, Ion. aor. κατῆξα, ep. opt. 2 sing. καυάξαις, aor. pass. κατεάχθην en κατεάγην, conj. καταγῶ, opt. καταγείην; perf. κατέαγα, Ion. κατέηγα en κάτηγα; perf. med. κατέαγμαι (doen) breken, stuk slaan:; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Poseidon heeft mijn schip versplinterd Od. 9.283; εἴ κε... ἄξονα καυάξαις als je de wagenas zou kunnen breken Hes. Op. 693; γυνή ποτε κατέαξ ’ ἐχῖνον ooit brak een vrouw haar pot Aristoph. Ve. 1436; overdr.: κ. τὴν ἀρετήν de deugd in stukjes breken Plat. Men. 79a; πατρίδα... κατᾶξαι het vaderland vernietigen Eur. Suppl. 508. pass. en perf. κατέαγα breken, gebroken zijn, kapot zijn:; δόρατα κατεηγότα gebroken speren Hdt. 7.224.1; κατέαγεν ἡ χύτρα de pot is kapot Aristoph. Th. 403; met acc. van betrekking:; οὐδεὶς κατεάγη τὴν κεφαλήν niemand had een gat in zijn hoofd Lys. 3.14; τὴν κλεῖν κατεαγώς met gebroken sleutelbeen Dem. 18.67; κατεαγέναι τὰ ὦτα bloemkooloren hebben (van boksers) Plat. Grg. 515e; met gen.: τῆς κεφαλῆς κατέαγε hij heeft een gat in zijn hoofd Aristoph. Ach. 1180.
}}
}}