Anonymous

καταβόσκω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβόσκω]] (AM)<br />(για [[κοπάδι]]) τρέφομαι από το [[χόρτο]] που φύεται στο [[έδαφος]] («κῆπον αἴξ ἐμή κατεβοσκήσατο», Λόγγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για βοσκό) [[βόσκω]] ποίμνια σε κάποιο [[τόπο]] («ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἤ ἀμπελῶνα... ἀποτίσει ἐκ τοῡ ἀγροῡ αὐτοῡ κατὰ τὸ [[γέννημα]] αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[κυβερνώ]], [[βασιλεύω]] («ἡ [[ἡσυχία]] δὲ πόλιν καταβόσκει»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταβόσκομαι</i><br />[[κατατρώγω]], [[καταστρέφω]] («[[δέμας]] καταβόσκεται ἄτη»).
|mltxt=[[καταβόσκω]] (AM)<br />(για [[κοπάδι]]) τρέφομαι από το [[χόρτο]] που φύεται στο [[έδαφος]] («κῆπον αἴξ ἐμή κατεβοσκήσατο», Λόγγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για βοσκό) [[βόσκω]] ποίμνια σε κάποιο [[τόπο]] («ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἤ ἀμπελῶνα... ἀποτίσει ἐκ τοῡ ἀγροῡ αὐτοῡ κατὰ τὸ [[γέννημα]] αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[κυβερνώ]], [[βασιλεύω]] («ἡ [[ἡσυχία]] δὲ πόλιν καταβόσκει»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταβόσκομαι</i><br />[[κατατρώγω]], [[καταστρέφω]] («[[δέμας]] καταβόσκεται ἄτη»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβόσκω:''' μέλ. <i>-βοσκήσω</i>, [[βόσκω]] κοπάδια σ' ένα [[μέρος]], Λατ. depascere, <i>χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων</i>, οι ποιμένες, βοσκοί της Σάμου, σε Θεόκρ.
}}
}}