Anonymous

διατέμνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διατέμνω]])<br />[[διχοτομώ]], [[χωρίζω]] σε δύο μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. θηλ. ως ουσ.) <b>(γεωμ.)</b> <i>η [[διατέμνουσα]]<br />η [[τέμνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόπτω]]<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] δίοδο<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]] την υπάρχουσα [[ενότητα]], [[σπείρω]] [[διχόνοια]].
|mltxt=(AM [[διατέμνω]])<br />[[διχοτομώ]], [[χωρίζω]] σε δύο μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. θηλ. ως ουσ.) <b>(γεωμ.)</b> <i>η [[διατέμνουσα]]<br />η [[τέμνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόπτω]]<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] δίοδο<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]] την υπάρχουσα [[ενότητα]], [[σπείρω]] [[διχόνοια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατέμνω:''' Ιων. [[τάμνω]], μέλ. <i>-τεμῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] στη [[μέση]], [[κόβω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[δίχα]] δ., σε Πλάτ.· μεταφ., [[διαχωρίζω]], [[αποσχίζω]], [[αποξενώνω]], [[βάζω]] σε [[διχόνοια]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαμελίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διατμηθῆναι λέπαδνα</i>, κομμένα σε λωρίδες, σε Αριστοφ.
}}
}}