Anonymous

διατέμνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατέμνω:''' Ιων. [[τάμνω]], μέλ. <i>-τεμῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] στη [[μέση]], [[κόβω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[δίχα]] δ., σε Πλάτ.· μεταφ., [[διαχωρίζω]], [[αποσχίζω]], [[αποξενώνω]], [[βάζω]] σε [[διχόνοια]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαμελίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διατμηθῆναι λέπαδνα</i>, κομμένα σε λωρίδες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διατέμνω:''' Ιων. [[τάμνω]], μέλ. <i>-τεμῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] στη [[μέση]], [[κόβω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[δίχα]] δ., σε Πλάτ.· μεταφ., [[διαχωρίζω]], [[αποσχίζω]], [[αποξενώνω]], [[βάζω]] σε [[διχόνοια]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαμελίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>διατμηθῆναι λέπαδνα</i>, κομμένα σε λωρίδες, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τέμνω, Ion. διατάμνω dóórsnijden, in stukken snijden:; διχῇ... γαῖαν δ. het land in tweeën snijden Aeschl. Suppl. 545; βοῶν... τὰ μέλεα δ. de ledematen van runderen in stukken snijden Hdt. 3.111.3; overdr. afscheiden:. τὴν μὲν διετέμομεν ἀπ ’ αὐτῆς wij hebben het ene deel hiervan afgescheiden Plat. Plt. 280b.
}}
}}