Anonymous

παροτρύνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως ιατρ. όρος) [[μετατοπίζω]] («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» — ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια [[αδυναμία]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀτρύνω]] «[[παρακινώ]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως ιατρ. όρος) [[μετατοπίζω]] («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» — ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια [[αδυναμία]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀτρύνω]] «[[παρακινώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροτρύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Πίνδ.
}}
}}