Anonymous

παροτρύνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 19: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροτρύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''παροτρύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παροτρύνω:''' (ῡ) побуждать, подстрекать (τινά NT и τινὰ πρός τι Luc.).
}}
}}