Anonymous

κωπηλατέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ramer.<br />'''Étymologie:''' [[κωπηλάτης]].
|btext=-ῶ :<br />ramer.<br />'''Étymologie:''' [[κωπηλάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωπηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τραβώ]] [[κουπί]]· μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] παρόμοια [[κίνηση]] [[μπρος]] και [[πίσω]], όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το [[τρυπάνι]], σε Ευρ.
}}
}}