Anonymous

κωπηλατέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωπηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τραβώ]] [[κουπί]]· μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] παρόμοια [[κίνηση]] [[μπρος]] και [[πίσω]], όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το [[τρυπάνι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κωπηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τραβώ]] [[κουπί]]· μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] παρόμοια [[κίνηση]] [[μπρος]] και [[πίσω]], όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το [[τρυπάνι]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κωπηλατέω [κωπηλάτης] roeien; met acc.: τρύπανον κωπηλατεῖ hij roeit met de boor (d.w.z. doet hem draaien) Eur. Cycl. 461.
}}
}}