Anonymous

παιδιά: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[παιδιά]]) [[παις]], <i>παιδός]]<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]], [[ιδίως]] ομαδικό και [[κατάλληλα]] οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαριεντισμός]], [[αστειότητα]], [[πείραγμα]] («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ παιδιαί</i><br />σχολικές διακοπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παιδιᾱς [[χάριν]]» — για [[αναψυχή]], για [[διασκέδαση]].
|mltxt=η (ΑΜ [[παιδιά]]) [[παις]], <i>παιδός]]<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]], [[ιδίως]] ομαδικό και [[κατάλληλα]] οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαριεντισμός]], [[αστειότητα]], [[πείραγμα]] («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ παιδιαί</i><br />σχολικές διακοπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παιδιᾱς [[χάριν]]» — για [[αναψυχή]], για [[διασκέδαση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδιά:''' -ᾶς, ἡ ([[παίζω]]), παιδικό [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], [[παίγνιο]], [[παιχνιδάκι]], σε Ξεν., Πλάτ.· παιδιὰ παίζειν [[πρός]] τινα, [[παίζω]] [[παιχνίδι]] με κάποιον, σε Αριστοφ.· <i>μετὰπαιδιᾶς</i>, με [[παιχνίδι]], σε Θουκ.· [[ὥστε]] σοι τὸν [[νῦν]] χόλον παιδιὰν [[εἶναι]] δοκεῖν, φαίνεται ως ένα απλό παιδικό [[παιχνίδι]], σε Αισχύλ.
}}
}}