Anonymous

ἐκτρέφω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκτρέφω]])<br /><b>1.</b> [[τρέφω]] κάποιον από μικρή [[ηλικία]] ώσπου να μεγαλώσει, [[μεγαλώνω]], [[ανατρέφω]]<br /><b>2.</b> [[τρέφω]], [[διατρέφω]], [[συντηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναπτύσσω]] από [[ηθική]] [[άποψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αναλαμβάνω]] να αναθρέψω<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[κυοφορώ]], [[γεννώ]]<br />(<i>τὸ ἐκτρεφόμενον</i><br />το κυοφορούμενο [[έμβρυο]])<br /><b>4.</b> βρίσκομαι στη ζωή, ζω.
|mltxt=(AM [[ἐκτρέφω]])<br /><b>1.</b> [[τρέφω]] κάποιον από μικρή [[ηλικία]] ώσπου να μεγαλώσει, [[μεγαλώνω]], [[ανατρέφω]]<br /><b>2.</b> [[τρέφω]], [[διατρέφω]], [[συντηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναπτύσσω]] από [[ηθική]] [[άποψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αναλαμβάνω]] να αναθρέψω<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[κυοφορώ]], [[γεννώ]]<br />(<i>τὸ ἐκτρεφόμενον</i><br />το κυοφορούμενο [[έμβρυο]])<br /><b>4.</b> βρίσκομαι στη ζωή, ζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] από την παιδική [[ηλικία]], [[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] ([[παιδιά]]), σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., [[αναλαμβάνω]] ν' αναθρέψω για λογαριασμό κάποιου, σε Ύμν. Ομηρ., Σοφ.
}}
}}