ἐκτρέφω

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρέφω Medium diacritics: ἐκτρέφω Low diacritics: εκτρέφω Capitals: ΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: ektréphō Transliteration B: ektrephō Transliteration C: ektrefo Beta Code: e)ktre/fw

English (LSJ)

A bring up from childhood, rear up, Hdt.1.122, A.Ch.750, etc.; ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με S.OT827; ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων true-bred... E.Supp.1222; of plants, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν Hdt. 1.193; ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα X.Oec.17.10; ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d:—Med., rear up for oneself, τινά h.Cer. 166; ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην, says the παιδαγωγός, S.El.13, cf. Fr.387, Pl.Lg.929a:—Pass., εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος Ar.Nu.796; ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης Pl.Cri.50e, cf. Lys.19.8.
II Med., of pregnant animals, nourish, [ζῷα] μεγάλα ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.Ti.91d:—Act., bring to birth, τὰ κυήματα Arist.GA773a34.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1c. ac. de pers. o anim. criar esp. en la primera infancia o los primeros años Κῦρον κύων ἐξέθρεψε Hdt.1.122, (Ὀρέστην) ὃν ἐξέθρεψα A.Ch.750, (Πόλυβος) ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με S.OT 827, τέκν' E.Tr.381, αὗται (αἱ νύμφαι) ... ἐκθρέψασαι τὸν Ἀρισταῖον Arist.Fr.511, χιλίους ... ὗς Plb.12.4.8, παιδίον ἐκθρέψασα εἰς ἡλικίαν IKais.Lyk.155.7 (imper.), en v. pas. ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων cachorros de león ya criados E.Supp.1222, ἵνα μὴ 'κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς Ar.Ra.1191, cf. Ar.Ach.782, E.Supp.891, Rh.930, εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος si tienes algún hijo totalmente criado Ar.Nu.795, cf. E.Io 823
tb. en v. med. criar para sí εἰ τόν γ' ἐκθρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο si tú lo criaras y llegara a la plenitud de la mocedad, h.Cer.166, σε ... κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην τοσόνδ' ἐς ἥβης S.El.13, ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην te crié inaccesible e insociable S.Fr.387, ἄλλως ... ὑμᾶς ... ἐξεθρεψάμην en vano os crié E.Med.1029, ὃν ἔτεκέν τε καὶ ἐξεθρέψατο Pl.Lg.929a, τὸν μὲν ... ἐκ μικροῦ παιδαρίου ἐξεθρέψατο D.53.19
abs. ἔρως τοῦ ἐκτρέφειν el amor por criar hijos X.Mem.1.4.7.
2 nutrir, alimentar, hacer crecer c. ac. de pers., anim. o plantas τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου lo que hace crecer la raíz del trigo Hdt.1.193, αὕτη (Δημήτηρ) ... ἐκτρέφει βροτούς E.Ba.277, ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν si permites que la tierra nutra la semilla hasta cumplirse la granazón X.Oec.17.10, ἕκαστα ἀνάγκη φύειν καὶ ἐκτρέφειν τὴν γῆν Pl.Lg.848b, τὰ μὲν (ζῷα) δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν Arist.GA 773a34, τὰ κτήνη SB 10573.10 (I a.C.), τοῦς νεοττοὺς ᾠδαῖς μᾶλλον ἢ τροφαῖς ... ἐκτρέφουσι D.P.Au.1.20
tb. en v. med. τὴν κορώνεών γέ μου ἐξέκοψαν ἣν ἐγὼ 'φύτευσα κἀξεθρεψάμην Ar.Pax 629, ὡς ... μεγάλα (ζῷα) ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.Ti.91d
producir τοῦ ... ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d.
II fig.
1 criar, crear δώμαθ', οἷον ἆρά με κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε S.OT 1397, Μυκήνα ... τόνδε δόμοις ἐξεθρέψω φάος Micenas, criaste a éste como luz para mi palacio E.IT 849, cf. Ar.Th.522, νὴ τὸν Διόνυσον τὸν ἐκθρέψαντά με por Dioniso, que me ha dado de comer dice Aristófanes, Ar.Nu.519, cf. 532, 1380.
2 ref. al alimento espiritual educar τί διαφέρει ... ἠθη ... βάρβαρα τῶν ἐν παιδείαις καὶ νόμοις ... ἐκτεθραμμένων Plb.1.65.7, cf. Herm.Vis.3.9.1.
B intr.
1 en aor. med.-pas. criarse, crecer μάτην γ' ἂν ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην en vano hubiera sido el alimentarme de migas de pan hasta alcanzar este tamaño Ar.Eq.414, ἐμέ ... ἐκτραφέντα ἐν τῷ αὐτῷ ... περιόψεσθε Is.9.37, ἀπὸ <τῶν> τοῦ πάππου ἐκτραφῆναι Lys.19.8, ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ X.An.7.2.32, ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης Pl.Cri.50e, τις τῶν ἐκτραφέντων εἰς ἡλικίαν ἱκόμενος Plb.6.6.2.
2 fig. vivir ἐκτρέφομαι ποδαγρῶν AP 12.243 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 783] aufziehen, großziehen; Aesch. Ch. 739; ὃς ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με Soph. O. R. 827; eben so das med., El. 13, wie H. h. Cer. 166. 121 (von der Amme); γεννῶντες καὶ ἐκτρέφοντες Plat. Legg. VI, 776 b; ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης Crit. 50 e; im med., Tim. 91 d u. A. – Auch von Pflanzen, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου, was der Wurzel Nahrung giebt, Her. 1, 193; τὸ σπέρμα, zur Reise bringen, Xen. Oec. 17, 10.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκθρέψω, etc.
nourrir, élever (un enfant) ; en parl. de plantes τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν HDT ce qui nourrit la racine ; ἐκτρ. σπέρμα XÉN nourrir une semence;
Moy. ἐκτρέφομαι prendre soin de, élever.
Étymologie: ἐκ, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρέφω: (fut. ἐκτρέψω)
1 вскармливать, взращивать, воспитывать (φίλον Ὀρέστην Aesch.; ἐκκείμενον Κῦρον Her.; τὰ τέκνα Arst.; τὰ βρέφη Plut.; med.: υἱόν HH; τινα τοσόνδ᾽ ἐς ἥβης Soph.): τῆς πολιτείας ἐκτεθραμμένης ἱκανῶς Plut. когда государство достаточно окрепло;
2 вынашивать (τὰ κυὴματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, ἀνατρέφω, Ἡρόδ. 1. 122, Αἰσχύλ. Χο. 750, κτλ.˙ ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με Σοφ. Ο. Τ. 827˙ ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων, γνησίως ὡς λέοντες ἀνατεθραμμένοι, Εὐρ. Ἱκ. 1222˙ ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν Ἡρόδ. 1. 193˙ ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα Ξεν. Οἰκ. 17. 10˙ μεταφ., φροντὶς ἐκτρέφει πλοῦτον Σοφ. Ἀποσπ. 218: - Μέσ., ἀναλαμβάνω νὰ ἀναθρέψω, εἰ τόν γ’ ἐκθρέψαιο, καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμητρ. 166. 221˙ ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην, λέγει ὁ παιδαγωγός, Σοφ. Ἠλ. 13˙ ἄπλατον, ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ ζῴων ἐν ἐγκυμοσύνῃ, κυοφορῶ, γεννῶ, τὰ κυήματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 11, κ. ἀλλ.

English (Strong)

from ἐκ and τρέφω; to rear up to maturity, i.e. (genitive case) to cherish or train: bring up, nourish.

English (Thayer)

(ἔκτρομος) adjective (cf. ἔκφοβος), trembling exceedingly, exceedingly terrified: Tr marginal reading WH mrg, after the Sinaiticus and Claromontanus manuscripts (others ἔντρομος, which see). Not found elsewhere.]

Greek Monolingual

(AM ἐκτρέφω)
1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω
2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ
νεοελλ.
αναπτύσσω από ηθική άποψη
αρχ.
1. αυξάνω, μεγαλώνω
2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω
3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ
(τὸ ἐκτρεφόμενον
το κυοφορούμενο έμβρυο)
4. βρίσκομαι στη ζωή, ζω.

Greek Monotonic

ἐκτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω από την παιδική ηλικία, ανατρέφω, μεγαλώνω (παιδιά), σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., αναλαμβάνω ν' αναθρέψω για λογαριασμό κάποιου, σε Ύμν. Ομηρ., Σοφ.

Middle Liddell

fut. -θρέψω
to bring up from childhood, rear up, Hdt., Attic:—Mid. for oneself, Hhymn., Soph.

Chinese

原文音譯:™ktršfw 誒克-特雷賀
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-滋養 相當於: (גָּדַל‎)
字義溯源:養育長大,餵養,滋養,養育,保養;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出來)與(τρέφω)*=使強而有力,餵養)組成。參讀 (ἀνατρέφω)同義字
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編
1) 養育(1) 弗6:4;
2) 保養(1) 弗5:29