Anonymous

κατασφάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατασφάζω]] και Μ [[κατασφάττω]])<br />[[σφάζω]] με [[αγριότητα]], [[σκοτώνω]] [[χωρίς]] οίκτο, [[κατακρεουργώ]].
|mltxt=(AM [[κατασφάζω]] και Μ [[κατασφάττω]])<br />[[σφάζω]] με [[αγριότητα]], [[σκοτώνω]] [[χωρίς]] οίκτο, [[κατακρεουργώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασφάζω:''' [[έπειτα]] -[[σφάττω]]· μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφαγιάζω]], [[φονεύω]], σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.
}}
}}