Anonymous

κατασφάζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασφάζω:''' [[έπειτα]] -[[σφάττω]]· μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφαγιάζω]], [[φονεύω]], σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.
|lsmtext='''κατασφάζω:''' [[έπειτα]] -[[σφάττω]]· μέλ. <i>-ξω</i>, [[σφαγιάζω]], [[φονεύω]], σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σφάζω afslachten, vermoorden.
}}
}}