Anonymous

ἀποσκλῆναι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκλῆναι:''' inf. aor. 2 к [[ἀποσκέλλομαι]].
}}
}}